Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2013

Η ΣΥΛΛΟΓΗ (ΜΕΡΟΣ ΄Β)



Η ΣΥΛΛΟΓΗ
(ΜΕΡΟΣ ΄Β)

Το πόση αγάπη χρειάζεται ένας άνθρωπος το ήξερε ήδη ο Α. Δεν είχε όμως ποτέ την ευκαιρία να το ζήσει στην πράξη. Πάντα κλεισμένος στο προσωπικό του κελί παρατηρούσε τους ανθρώπους και τα συναισθήματα τους εξ αποστάσεως. Όσο τα χρόνια περνούσαν, τόσο πιο σοφός αλλά και ταυτόχρονα απόμακρος γινόταν. Οι πιθανότητες να ζήσει κάτι πραγματικό γινόντουσαν όλο και λιγότερες. Για αυτό και αφοσιωνόταν μονάχα στη συλλογή του.
Ό,τι στοργή και φροντίδα τον γέμιζε την περνούσε στη μοναδική και αγαπημένη του συλλογή. Αυτό που έκανε ήταν ένα έργο αδιανόητο για οποιονδήποτε άλλο. Ίσως χωρίς τον Α. όλες αυτές οι ξεχασμένες από το Θεό υπάρξεις να μην γνώριζαν ποτέ το πώς είναι να νοιάζεται κάποιος για αυτές. Ήταν σίγουρα σημαντικός. Αλλά υπήρχαν και οι στιγμές που θα έδινε τα πάντα, ακόμα και τη συλλογή του, για να αισθανθεί κάτι το αληθινό. Αυτό τον έκανε να αισθάνεται ένοχα απέναντι στα «εκθέματα» του. Η ενοχή γέμιζε τα μάτια του και δεν μπορούσε να την κρύψει, κατασπάραζε και αυτό το ελάχιστο συναίσθημα που είχε ωριμάσει μέσα του. Παρόλα αυτά είχε βρει το καταφύγιο του στο οποίο έβρισκε ό,τι άνεση του έλειπε.
Μέχρι που μια νύχτα του καλοκαιριού εξαφανίστηκε ολόκληρη η συλλογή. Χάθηκε, σαν να μην υπήρξε ποτέ. Εκείνη τη νύχτα μια βαθιά ανησυχία δεν τον άφηνε να κοιμηθεί, οπότε αποφάσισε να πάει μέχρι το πίσω μέρος της αυλής του για να ελέγξει μήπως κάτι συμβαίνει, μήπως κάποιο ον χρειαζόταν την βοήθεια του. Αυτό που είδε τον γέμισε απόγνωση. Ολόκληρη η πίσω αυλή, όπου είχε τοποθετήσει το μόνο πράγμα που του έδινε κάποιο νόημα στη ζωή είχε αδειάσει. Δεν υπήρχε το παραμικρό ίχνος, κάθε στοιχείο που αποδείκνυε την ύπαρξη της συλλογής είχε εξαφανιστεί. Η καρδιά του σχίστηκε, ήταν σαν να έβαζαν φωτιά στον πυρήνα της ψυχής του, σαν να διαλύθηκε με τη μία ό,τι είχε καταφέρει να πετύχει στη λειψή ζωή του. Παρέλυσε κοιτάζοντας την άδεια αυλή, ζαλίστηκε, έκανε εμετό, έπεσε στα γόνατα κι έκλαψε υστερικά.
Τυφλός από ένα μείγμα οργής, απορίας και αγνής δυστυχίας άρχισε να χτυπάει το κεφάλι του στο δάπεδο. Ανίκανος να σκεφτεί οτιδήποτε κοίταξε τριγύρω μήπως και όλο αυτό ήταν παιχνίδι του μυαλού του και η συλλογή βρισκόταν στη θέση της, αλλά μάταια. Το μάτι του πήρε ένα σφυρί που είχε αφήσει εκεί, πάνω σε ένα περβάζι. Τινάχτηκε πάνω και άρπαξε το σφυρί ουρλιάζοντας ακατάληπτα, με δάκρυα να καλύπτουν το πρόσωπο του. Χτύπησε με όλη του τη δύναμη το πόδι του και ο πόνος διέκοψε στιγμιαία οποιαδήποτε μαύρη σκέψη τριγύριζε στον νου του. Συνέχισε να χτυπά μέχρι να συνθλίψει όλα τα δάχτυλα του ποδιού του. Σχεδόν μηχανικά επιτέθηκε σε όλα το υπόλοιπο σώμα του, αδυνατώντας να σταματήσει αυτή την παράνοια. Οι κραυγές του έσκιζαν τον αέρα και σταμάτησαν μόνο όταν ξάπλωσε στο ζεστό και υγρό από το αίμα δάπεδο ανακουφισμένος. Τώρα θα πέθαινε επιτέλους, όπως πάντα ήθελε μα δεν είχε το κουράγιο να το κάνει. Το μυαλό του ξεκαθάρισε επιτέλους.
Ο πόνος δένει τους ανθρώπους μεταξύ τους, πάντα. Ο πόνος προσφέρει στον άνθρωπο ό,τι αυτός χρειάζεται. Πάνω από τα μισόκλειστα μάτια του εμφανίστηκε το παρόμοιο με αρουραίο ζώο που τόσο αγαπούσε. Βροχή άρχισε να πέφτει βίαια, λες και προσπαθούσε να ξεπλύνει το αίμα του Α. που βρήκε επιτέλους τη κάθαρση. Ο πόνος δένει τους ανθρώπους μεταξύ τους… 


Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2013

Η ΣΥΛΛΟΓΗ (ΜΕΡΟΣ Ά)



Η ΣΥΛΛΟΓΗ
(ΜΕΡΟΣ Ά)

Τι δένει τους ανθρώπους μεταξύ τους; Ο Α. είχε μια συλλογή από παράξενα έντομα και ζώα που είχε μαζέψει από τον δρόμο. Τα φυλούσε μέσα σε γυάλινα βάζα, μεγάλα και μικρά, ανάλογα με το μέγεθος του πλάσματος, τα οποία έκρυβε στο πίσω μέρος της αυλής του. Τις περισσότερες φορές τα έβρισκε νεκρά, μερικά όμως, εάν ήταν τυχερός, τα έβρισκε ζωντανά αλλά τραυματισμένα. Δεν θα τολμούσε ποτέ να αγγίξει ένα τέτοιο πλάσμα ενώ ήταν υγιές, η ιδέα του ανυπεράσπιστου τον τραβούσε παράξενα.
Τα πλάσματα έμεναν εκεί μέχρι να πεθάνουν και να σαπίσουν. Το θέαμα, αν και μακάβριο, δεν ενοχλούσε τον Α. Ίσα-ίσα που μερικές φορές το απολάμβανε κιόλας. Δεν έδειχνε τη συλλογή του ποτέ και σε κανένα. Ποτέ δεν θα τολμούσε να δείξει τη συλλογή του σε άλλο άτομο, σε καμία περίπτωση, ακόμα και αν είχε κάποιον να του δείξει. Η αλήθεια είναι όμως πως δεν είχε κανένα. Πόσο θα ήθελε να δείξει τη φανταστική συλλογή του σε κάποιον! Ήταν τόσο προσεγμένη και καλλιτεχνικά φτιαγμένη. Τόσο εντυπωσιακή…
Ο Α. θαύμαζε τη συλλογή του. Θαύμαζε το μικρούλι σκυλάκι, ήταν ίσα με την παλάμη του, μόνιμα μικρό εύθραυστο, δεν θα μεγάλωνε ποτέ. Πιο δίπλα βρισκόταν ένα άλλο παράδοξο της φύσης. Ήταν μία πεταλούδα, που όμως δεν είχε περάσει ολόκληρη τη φάση της εξέλιξης, ήταν σαν μία κάμπια με πολύχρωμα φτερά. Την είχε μαζέψει ένα φθινοπωρινό πρωινό από κάτι λάσπες, πεθαμένη, και αν δεν ήταν αυτός θα είχε σίγουρα πάει χαμένη, τόσο σπάνιο και αξιοπερίεργο.
Σίγουρα όμως ένα ήταν το αγαπημένο έκθεμα του Α. Δύσκολα ξεχώριζε ανάμεσα στα άλλα βάζα όμως μία προσεκτική ματιά θα φανέρωνε στον θεατή ένα πλάσμα που χαράζεται στην μνήμη σαν μία ανάμνηση μικρού παιδιού, χωρίς να μπορεί να πει με σιγουριά αν ήταν όνειρο ή πραγματικότητα. Ένα ζωάκι, όμοιο με αρουραίο, όχι όμως με συνηθισμένο αρουραίο. Είχε τρία πόδια μπροστά και κανένα πίσω, η ουρά του έμοιαζε παράταιρη, σαν από κάποιο άλλο ζώο, και τα δόντια του ήταν ίσα στο μέγεθος με το ίδιο, μυτερά και κίτρινα. Είχε γεμίσει το βάζο του με πρασινωπά υγρά που έτρεχαν από το στόμα του σαν σάλια. Ο Α. είχε καταβάλει τεράστιες προσπάθειες να το κρατήσει ζωντανό, έστω και σε εκείνη την αρρωστημένη κατάσταση. Του άρεσε πιο πολύ απ’ όλα, ήταν αταίριαστο ανάμεσα στα αταίριαστα, ώρες-ώρες του θύμιζε τον ίδιο του τον εαυτό, κρατημένο στη ζωή από την ίδια του την αθλιότητα. Είχε εμφανιστεί σε αυτόν σχεδόν μαγικά, ξαφνικά, κάτω από την πολυθρόνα της αυλής του. Έφερνε καχεκτικά την ύπαρξη του προς τα πόδια του Α., ίσως με την ελπίδα πως θα το πατήσει και θα τελειώσει την αλλόκοτη, μισητή ζωή του. Ο Α. όμως δεν θα μπορούσε να στερήσει από τη συλλογή του ένα τόσο ιδιαίτερο απόκτημα…
Και οι μέρες κυλούσαν, αργά και σκοτεινά, καθώς ο χειμώνας παρήλαυνε παγωμένος στα δρομάκια της μικρής πόλης. Και ο Α. έκρυβε την συλλογή του όσο το δυνατόν καλύτερα από την ανωμαλία της πόλης. Και η βροχή έπεφτε σαν κάθαρση, μόνο που κανένας δεν την πλησίαζε. Και το χώμα έγινε υγρό και παγωμένο. Τι δένει τους ανθρώπους μεταξύ τους;