Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2014

ΚΟΡΙΤΣΙ ΣΕ ΛΟΥΛΟΥΔΙ



                ΚΟΡΙΤΣΙ ΣΕ ΛΟΥΛΟΥΔΙ


Ένα κορίτσι κάθεται πάνω σε ένα λουλούδι. Γύρω γύρω χορεύουν όλοι της οι χλωρο-φίλοι. Δίπλα της προσγειώνεται μια μέλισσα.

«Γεια σου μέλισσα! Πες μου, πως είναι η ζωή σου;»
«Ε τα ξέρεις μωρέ, τα ίδια. Ομορφιά, ομορφιά παντού.»
«Αχ, τι ωραίες που είναι οι ρίγες σου. Πόσο μ’αρέσουν τα φτερά σου. Θα ‘θελα να ‘χα κι εγώ ρίγες, πράσινες και μπλε.»
«Μα έχεις.. Απλά δεν μπορείς να τις δεις.»
«Πες μου μέλισσα, τι θα ‘θελες πιο πολύ απ’ όλα στον κόσμο αυτό;»
«Τίποτα, έχω ήδη ό,τι πάντα ήθελα.»
«Εγώ θα ‘θελα να διαλυθώ στο φως, να πάψω να ‘μαι μόνη και να ενώσω την ψυχή μου με κάποιου άλλου την ψυχή.»

Η μέλισσα άνοιξε διάπλατα τα φτερά της και αγκάλιασε το μικρό κορίτσι σφιχτά, χάιδεψε το μαλακό του δέρμα και από τους πόρους των σωμάτων τους βγήκε ένα χρυσό φως, τόσο δυνατό που όλοι οι χλωρο-φίλοι σταμάτησαν τον τρελό χορό τους για να θαυμάσουν το θέαμα.
Το κορίτσι και η μέλισσα πέταξαν. Σε λίγο τα λουλούδια, τα φύλλα, τα άλλα πλάσματα δεν ήταν παρά κουκίδες σε ένα οργανικό ψηδιφωτό. Ανέβηκαν πιο πάνω κι απ’ τα ψηλότερα δέντρα του δάσους και το κορίτσι είδε για πρώτη φορά τον ουρανό. Και έκλαψε γελώντας.
«Είμαι τόσο ευτυχισμένη!» φώναξε το κορίτσι.
«Θες να πάμε στη θάλασσα;» ρώτησε η μέλισσα.
«Αχ ναι, θα το ‘θελα πάρα πολύ. Αγαπάω το νερό, αγαπάω την υφή του, αγαπάω τους κυματισμούς στην επιφάνειά του!»

Και η μέλισσα βούτηξε στη θάλασσα. Όλα τα ψάρια, τα μαλάκια και τα όστρακα τις υποδέχτηκαν με μεγάλο σεβασμό και τρυφερότητα.
«Άκου», ψιθύρισε ένας κόκκινος αχινός, «φέρνουν μαζί τους όλη τη μουσική και την αρμονία του πάνω κόσμου. Όταν ξαναγεννηθώ θέλω να ‘μαι πάντα ή κοάλα ή βραδύποδας. Ή κάτι τέτοιο, ένα τριχωτό θηλαστικό τέλος πάντων.»

Το κορίτσι άκουσε την ευχή του αχινού και άγγιξε τα αγκάθια του με τα ακροδάχτυλά της.
«Τι λες γλυκό μου εχινόδερμο, θες να ενωθούμε; Έχεις καλή ψυχή, τα λόγια σου μου χάρισαν χαμόγελα.»
Ο αχινός έγινε ακόμα πιο κόκκινος από τη συστολή και το νερό θερμάνθηκε.
«Αυτό σημαίνει πως δέχεται» εξήγησε η σοφή μέλισσα. «Τώρα το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να αφήσεις τα αγκάθια του να σε τρυπήσουν.»
Το κορίτσι αγκάλιασε με όλο του το σώμα τον αχινό, τα αγκάθια του την τρύπησαν στα πόδια, τα χέρια, το λαιμό, το στομάχι και τέλος την καρδιά.

Ξύπνησαν κι οι δυο πάνω σε μια ψηλή βελανιδιά. Κοιτάχτηκαν στα μάτια. Περιεργάστηκαν τα σώματά τους. Ήταν δυο ιπτάμενοι σκίουροι, με πλούσιο τρίχωμα στο χρώμα της κανέλας και φουντωτές, μαλακές ουρές.
Το κορίτσι-σκίουρος προσπάθησε να πει κάτι, κατάλαβε όμως πως δεν είχε πλέον τη δυνατότητα για ομιλία. Τι ευτυχία να μη μπορείς να μιλάς, τα λόγια είναι τόσο επίπλαστα και ανούσια. Ο (πρώην) αχινός-σκίουρος έγλειψε μαλακά το αυτί του κοριτσιού. Η χειρονομία σήμαινε «Έλα να πετάξουμε από δέντρο σε δέντρο».

Και πέταξαν.

 

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2014

ΚΛΟΠΗ



ΚΛΟΠΗ

Η νύχτα φορούσε τα φώτα της πόλης, ήταν τα πρώτα κρύα εκείνης της χρονιάς και όλοι φορούσαν τα πορτοκαλί ηλεκτρικά γιλέκα τους. Στις βιτρίνες θλιμμένες γυναίκες-κούκλες διαφήμιζαν τη νέα τάση της μόδας. Άσπρα αυτοκίνητα διέσχιζαν τον αέρα. Ένας άνδρας έπεσε από το αμάξι του και προσγειώθηκε στην ταράτσα της πρεσβείας. Φορούσε κουρελιασμένα σκούρα ρούχα και το μυαλό του αδυνατούσε να συλλάβει τη φύση του τόπου που είχε μόλις βρεθεί. Ήταν από μια άλλη εποχή. Στην πραγματικότητα ήταν ένας συγγραφέας του παρελθόντος που με κάποιου είδους τεχνολογική ή μαγική βοήθεια είχε φτάσει στο εκεί παρόν για να μαζέψει εικόνες. Τις εικόνες αυτές θα κατέγραφε και θα έφτιαχνε ένα καινούργιο βιβλίο, κάτι που είχε να κάνει περίπου 15 χρόνια.
Εγώ παρακολουθούσα από το μπαλκόνι ενός κοντινού ξενοδοχείου την εξέλιξη των γεγονότων. Δεν μπορούσα παρά να απορήσω με την αφελή σκέψη ενός κατά τα άλλα σκεπτόμενου ανθρώπου. Γράφει για την ψυχή αλλά δεν μπορεί να καταλάβει τη δική του. Αυτός είναι ο λόγος που στέκεται χαμένος σε ένα καινούργιο, χαοτικό περιβάλλον.
Κατέβηκα στο λόμπι του ξενοδοχείου. Στις σκάλες συνάντησα  το ζευγάρι που έμενε στο διπλανό δωμάτιο, κι οι δυο τους είχαν ένα γκρίζο τόνο στο δέρμα τους, πλοκάμια έβγαιναν γύρω από το στόμα τους και στο πίσω μέρος του κεφαλιού τους. Ποτέ δεν καταλάβαινα τι μου έλεγαν, για κάποιο λόγο όμως έβρισκα την παρουσία τους ευχάριστη. Όταν έφτασα στο λόμπι προς μεγάλη μου έκπληξη ανακάλυψα ότι ο χώρος ήταν άδειος. Ή μάλλον όχι εντελώς άδειος, καθώς ένας νεαρός άνθρωπος στεκόταν πίσω από τον πάγκο της ρεσεψιόν.
«Με συγχωρείτε, μπορείτε να μου πείτε πώς να βγω στον κεντρικό;» ρώτησα.
Ο νεαρός δεν απάντησε, δε σήκωσε καν το κεφάλι του, σαν να μην υπήρχα γι’ αυτόν. Και τότε μια σκιά στο χρώμα της μελάνης απλώθηκε στους τοίχους και στη συνέχεια απέκτησε Τρίτη διάσταση και χύθηκε παχύρρευστα στο δωμάτιο από παντού. Δεν είχα χρόνο να αντιδράσω και το μυαλό μου είχε παγώσει στη σκέψη του επικείμενου θανάτου μου. Η υγρή σκιά με ακούμπησε και γρήγορα τυλίχτηκε πάνω μου, ήταν κρύα και με έπιασαν σπασμοί. Ο πόνος με τύφλωσε και μπορούσα να δω μόνο κόκκινο. Στο κόκκινο εμφανίστηκαν γεωμετρικές παραισθήσεις που με πλησίαζαν μέχρι που το μέγεθός τους ήταν μεγαλύτερο από το ορατό πεδίο.
Τότε ήταν που η σκιά έπεσε κάτω και μπορούσα ξανά να δω. Ήμουν πάλι στο λόμπι του ξενοδοχείου, το φως με τύφλωσε. Όταν βρήκα την όρασή μου συνειδητοποίησα πως ο χώρος ήταν γεμάτος ανθρώπους και πολλών πλανητών πλάσματα. Όλα κυλούσαν φυσιολογικά. Ταραγμένος ανέβηκα βιαστικά στο δωμάτιό μου.
Άνοιξα την πόρτα και μπάσοι ήχοι ηλεκτρονικής υφής ξεχύθηκαν από το δωμάτιο και με χτύπησαν στο στομάχι. Τριξίματα και ψηλές συχνότητες επιτέθηκαν στο κεφάλι μου μέσω των αυτιών. Συγκέντρωσα όλη μου τη δύναμη και μπήκα στο δωμάτιο περπατώντας στα τέσσερα. Σε μια πολυθρόνα καθόταν ο συγγραφέας.  Είχε στα γόνατά του μια γραφομηχανή.
«Τι είδες;» με ρώτησε.
«Τι στο διάολο συμβαίνει εδώ;» είπα.
«Απάντησε. Τι είδες;»
          Σηκώθηκα και ζαλίστηκα, με κατέβαλλε ο ίλιγγος, το θετικό ήταν ότι η ηχητική επίθεση σταμάτησε. Έπιασα το συγγραφέα από το γιακά και ύψωσα τον τόνο της φωνής μου.
          «Εσύ το ‘κανες αυτό; Εσύ δημιούργησες το Παράδοξο κάτω; Γιατί; Για να μου πάρεις την εμπειρία;»
          Ο συγγραφέας έβγαλε από μια τσέπη ένα μεταλλικό δύσμορφο αντικείμενο και το ακούμπησε στο πλευρό μου. Αισθάνθηκα τον εγκέφαλο μου να ουρλιάζει, τα κύτταρα έβγαζαν μια φασαρία σαν τον ήχο της φωτιάς που καίει ξύλα. Η μνήμη μου μούδιαζε και δεν μπορούσα να θυμηθώ που είμαι, ούτε πως με λένε. Ενστικτωδώς έπιασα με το ένα χέρι το μεταλλικό αντικείμενο, ενώ με την παλάμη το άλλου ακούμπησα το μέτωπο του συγγραφέα. Ο πυρήνας μου διασπάστηκε και μυριάδες μόρια με μορφή πράσινων σημείων ταξίδεψαν στο Μαύρο του υλικού χωροχρόνου και ξαναενώθηκαν σε μια παράλληλη διάσταση του Πολυσύμπαντος. Αισθάνθηκα να πέφτω και βρέθηκα ξαπλωμένος στη γκρίζα πέτρα ενός απότομου γκρεμού. Κάτω κυλούσε ένα ποτάμι. Προσεκτικά σηκώθηκα και κοίταξα γύρω μου.
Στο Νότο ο ωκεανός εκτεινόταν για να ενωθεί σε θέωση με το σκούρο μπλε ουρανό.
Στη Δύση φώτα από μεγαλουπόλεις συνέθεταν ένα ανάγλυφο από χρυσαφί φως.
Στο Βορρά πάνω από τον ατέλειωτο πάγο ανέμιζε μια φωτεινή σημαία, πράσινη, γαλάζια, γεννημένη σε άλλους κόσμους, πιο πλούσιους σε εικόνες, εμπειρίες και συναισθήματα.
Και στην Ανατολή φυσούσε ζέφυρος και ξεσήκωνε την άμμο που χόρευε μανιακά στο ρυθμό των αστεριών.