Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2014

ΝΕΥΤΟΝΙΟΣ ΧΟΡΟΣ

ΝΕΥΤΟΝΙΟΣ ΧΟΡΟΣ

Παλμός. Μηχανικοί ρυθμοί ανάμεσα σε μεταλλικά τοιχώματα. Μια λεπτή κι αισθαντική γυναικεία φωνή αντηχούσε στο χώρο διαπερνώντας κυκλώματα και συνδέσεις. Τιτιβίσματα, θρόισμα φύλλων, τρεχούμενα νερά και κραυγές συμπλήρωναν το ηχητικό χαλί πίσω από την οπτική σύνθεση.
Σε ένα δωμάτιο περπάτησε ένα πλάσμα αμφισβητούμενης μορφής και πλησίασε την κεντρική κονσόλα. Ήταν γαλάζιο και ασημένιο, γυάλιζε και περπατούσε στα δύο. Πρώτα ρύθμισε δυο-τρεις μοχλούς. Στη συνέχεια άναψε μερικά λαμπάκια και έστειλε την εντολή στα Κεντρικά. Κλάσματα δευτερολέπτου μετά η οθόνη έγινε τετραδιάστατη. Το σχέδιο είχε εγκριθεί. Το πλάσμα πέρασε ανάμεσα από τις φαινομενικές αναπαραστάσεις της τέταρτης διάστασης και έχασε την εδώ ύλη του. Από αυτό το σημείο είναι μάλλον αδύνατο να περιγράψουμε τις εμπειρίες του (ξεκάθαρα λόγω έλλειψης γνώσεων).
Πίσω στον οικισμό η φυλή υπέφερε από την αγωνία της για την έκβαση των γεγονότων. Χωρίς προειδοποίηση, χωρίς καμία συσχέτιση με το Πριν ή το Μετά, πληγές έσκισαν τη γη και από αυτές αναδύθηκαν θείες οσμές λουλουδιών από ολόκληρο το Σύννεφο της Οόρτης. Κλαδιά τύλιξαν τα όντα και τρύπωσαν στα αυτιά τους σε ρυθμό σπείρας μέχρι να φτάσουν τον εσωτερικό φλοιό. Προεκτάθηκαν στους νευρώνες και μεταμόρφωσαν τα κύτταρα σε γιγάντια, σφαιρικά σαλιγκάρια.
Τα σφαιρικά σαλιγκάρια ήταν η πρώτη μορφή ζωής που σχηματίστηκε σε εκείνο το μέρος του Χώρου. Βασικό συστατικό της βιοσύνθεσής τους ήταν κάτι σαν τη ζάχαρη, μια πηγή ζωής που λατρευόταν σαν θεότητα από τους μονοκύτταρους οργανισμούς που ζούσαν εκεί. Και όπως ακριβώς συμβαίνει με κάθε κυρίαρχο είδος, μια μέρα εξαλείφθηκαν.

Όλα ακμάζουν και φθείρονται, ανθίζουν και σαπίζουν, γεννιούνται και πεθαίνουν και μετά πάλι απ΄ την αρχή. Στην πορεία το μόνο που κάνουν είναι να κινούνται με τρόπο ανούσιο, νευρικό, μονότονο. Αφελή και διασκεδαστικό. Γιορτάζοντας κάθε εκατοστό που διανύουν σαν μοναδική ευκαιρία παιχνιδιού στη μέση του Μεγάλου Σκοταδιού.


Δευτέρα 9 Ιουνίου 2014

ΓΕΓΟΝΟΣ



ΓΕΓΟΝΟΣ

Αγνώστου ταυτότητας πλεούμενα έφτασαν στο λιμάνι με τα φανάρια αναμμένα. Η θάλασσα πρασίνιζε ελαφρώς και το πλήθος στην αποβάθρα χαιρετούσε συγκινημένο. Είχε φτάσει λοιπόν. Η σωτηρία από τον πόνο τους, η Φρουρά της Φώτισης. Με χαρακτήρα απελευθερωτικό και θολά φώτα στο περίγραμμα αναλήφθηκε στους ουρανούς ο Εκλεκτός των Ανθρώπων, ο προστάτης του είδους.

Ζητωκραυγές εκκωφαντικής έντασης παραμόρφωσαν τη γαλήνη του τόπου. Κάποια στιγμή μάλιστα ένας κύριος πέθανε από την υπερβολική φασαρία. Ξαφνικά κεντρικό γεγονός είχε γίνει η νεκρική ακολουθία του κυρίου μέχρι το σημείο της ταφής του. Είχε άραγε κάτι κοινό ο κύριος αυτός, που παρεμπιπτόντως φορούσε γραβάτα πράσινου χρώματος, με τον Εκλεκτό; Ίσως κάποια προφητεία να ένωνε τις μοίρες τους.

Ο κήπος του νεκροταφείου είχε διάσπαρτα ανθρωποφάγα πολύχρωμα φυτά ανάμεσα στις ταφόπλακες-πυραμίδες. Σπάνια πέθαινε άνθρωπος σε εκείνη τη Γη. Ήταν μάλλον εξαίρεση στον κανόνα ή μπορεί απλά να μην είχαν τόση ισχύ εκεί οι Άρχοντες του Χάους; (Μια άλλη προσέγγιση είναι πως ο Θεός είναι Ένας, η ίδια η πραγματικότητα, κι εμείς απλά βλέπουμε κάποιες πτυχές του με άξονα τη δική μας υποκειμενικότητα.)

Ο Σχεδιαστής Κόσμων έφτιαχνε ένα καινούργιο μοντέλο που δε θα απαιτούσε να ζει και ο ίδιος μέσα στο σύστημα. Δε θα ήταν πανταχού παρών, σε κάθε σημείο του απείρου ταυτόχρονα και αιώνια. Είχε κουραστεί πια. Ο Νέος Κόσμος θα ήταν πιο ψυχρός, πιο ακίνδυνος, με λιγότερα ρίσκα κι ευθύνες.

Κλειστές και ανοιχτές Χορδές / Όργανα αναπαραγωγής / 0 και 1


Παρασκευή 25 Απριλίου 2014

ΑΧΡΟΝΟ



ΑΧΡΟΝΟ

Αγωνία για το τι θα συμβεί αύριο. Μέλλον χωρίς οπτική γωνία. Νερό και αέρας σε σύνθεση χωρίς συγκεκριμένα όρια. Να σταματάς να πιστεύεις σε αυτά που πίστευες χθες. Δυνατότητα για εγκέφαλο με νόημα και χωρίς καμία χρονοτριβή. Αλλά τι; Ποιο το νόημα αν δεν υπάρχει χρόνος; Κανένα νόημα γενικά, το ξέρω. Ανωτερότητα ίσον τίμημα με βάση το οποίο κινούμαστε στο κυβερνοχώρο των μαθηματικών.

Κάποιος έλεγε πως όλα όσα συμβαίνουν είναι προγραμματισμένα να συμβούν. Φαντάζομαι πως αυτή η πρόταση είναι αληθής ως ένα βαθμό. Θα σας διηγηθώ την περιπέτεια του Αζαλέωφ του Διαστημικού Καουμπόι.
Σε μια πορφυρή έρημο περιπλανιόταν αδύναμος και ζαλισμένος από την υπερβολική ζέστη. Του φαινόταν πως οι πληροφορίες ήταν παραπάνω από όσες μπορούσε να χωρέσει ο νους του. Κουβαλούσε μαζί ένα σακίδιο με έναν Ηλιακό Συσσωρευτή, ένα Μετατροπέα Ενέργειας και το κρυστάλλινο ρεβόλβερ στη ζώνη του. Κάπου ανάμεσα στα μόρια του αέρα ένιωσε το πρόσωπό Της να τον ακουμπάει όλο δροσιά και αγαλλίασε.
Στον ορίζοντα φάνηκε μια σμαραγδί γυαλιστερή πόλη. Ο Αζαλέωφ ακολούθησε την οσμή του καμένου ρόδου και όρμησε προς την πόλη.

Ο Λίγκας είχε μαζέψει μια αγέλη από άγρια σαρκοφάγα ζώα για να καταλάβει τη σμαραγδί πόλη των Μπλε. Οι Μπλε ήταν ζεστοί, τρίγωνοι και λούτρινοι. Θεωρούταν ντροπή ένας Μπλε να γεννηθεί ψυχρός ή τετράγωνος ή μάλλινος ή κόκκινος. Μαζεμένοι όλοι οι Μπλε στην πλατεία τους οργάνωναν το σχέδιο απώθησης του Λίγκα. Θα κάνανε κύκλο γύρω από τον εχθρό και θα εκτόξευαν ροζ ενέργεια προς το μέρος του.

Ας περάσουμε τώρα στη μεγάλη ιστορία. Αυτή του Ανακλαστήρα Ρότζερ που προσπαθεί να εντοπίσει την αγαπημένη του Τζούλια στην άγρια ζούγκλα του Κονγκό του 1845. Βασανισμένος ολοκληρωτικά από τις νοσταλγικές σκέψεις δεν σκεφτόταν καθόλου την πραγματική δυσκολία της αποστολής αυτής. Και φανταστείτε πως εκεί, ανάμεσα στα σύμπαντα, υπήρχε ένα αέναο μέρος που λεγόταν Όνειρο ή αλλιώς Ζωή. Σε αυτό μέρος είχε συναντηθεί ο Ρότζερ με το Λίγκα και ταξίδευαν σε μωβ παραλίες με εξωγήινους περιπατητές. Η μοίρα έχει παράξενες προεκτάσεις, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τις συνέπειες των γεγονότων.

Ήταν μεσάνυχτα στον Ίσιο Κόσμο και οι οργανισμοί βρίσκονταν σε νάρκη όταν εμφανίστηκαν δίπλα τους αρχαίες δυνάμεις χωρίς καμία απολύτως προειδοποίηση. Τα ανώτερα πνεύματα τροποποίησαν το πεδίο και επέβαλλαν την αιώνια αστάθεια του χώρου. Φεύγοντας αποκάλυψαν έναν ΑΡΧΑΙΟ ΝΟΜΟ!

«ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΛΥ ΤΙΠΟΤΑ ΠΡΟΚΥΠΤΕΙ ΚΑΤΙ ΠΑΝΤΑ»

Δε θα υπάρξει κάποια κατάληξη στην ιστορία. Πώς θα μπορούσαμε να την ορίσουμε άλλωστε;


Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2014

ΚΟΡΙΤΣΙ ΣΕ ΛΟΥΛΟΥΔΙ



                ΚΟΡΙΤΣΙ ΣΕ ΛΟΥΛΟΥΔΙ


Ένα κορίτσι κάθεται πάνω σε ένα λουλούδι. Γύρω γύρω χορεύουν όλοι της οι χλωρο-φίλοι. Δίπλα της προσγειώνεται μια μέλισσα.

«Γεια σου μέλισσα! Πες μου, πως είναι η ζωή σου;»
«Ε τα ξέρεις μωρέ, τα ίδια. Ομορφιά, ομορφιά παντού.»
«Αχ, τι ωραίες που είναι οι ρίγες σου. Πόσο μ’αρέσουν τα φτερά σου. Θα ‘θελα να ‘χα κι εγώ ρίγες, πράσινες και μπλε.»
«Μα έχεις.. Απλά δεν μπορείς να τις δεις.»
«Πες μου μέλισσα, τι θα ‘θελες πιο πολύ απ’ όλα στον κόσμο αυτό;»
«Τίποτα, έχω ήδη ό,τι πάντα ήθελα.»
«Εγώ θα ‘θελα να διαλυθώ στο φως, να πάψω να ‘μαι μόνη και να ενώσω την ψυχή μου με κάποιου άλλου την ψυχή.»

Η μέλισσα άνοιξε διάπλατα τα φτερά της και αγκάλιασε το μικρό κορίτσι σφιχτά, χάιδεψε το μαλακό του δέρμα και από τους πόρους των σωμάτων τους βγήκε ένα χρυσό φως, τόσο δυνατό που όλοι οι χλωρο-φίλοι σταμάτησαν τον τρελό χορό τους για να θαυμάσουν το θέαμα.
Το κορίτσι και η μέλισσα πέταξαν. Σε λίγο τα λουλούδια, τα φύλλα, τα άλλα πλάσματα δεν ήταν παρά κουκίδες σε ένα οργανικό ψηδιφωτό. Ανέβηκαν πιο πάνω κι απ’ τα ψηλότερα δέντρα του δάσους και το κορίτσι είδε για πρώτη φορά τον ουρανό. Και έκλαψε γελώντας.
«Είμαι τόσο ευτυχισμένη!» φώναξε το κορίτσι.
«Θες να πάμε στη θάλασσα;» ρώτησε η μέλισσα.
«Αχ ναι, θα το ‘θελα πάρα πολύ. Αγαπάω το νερό, αγαπάω την υφή του, αγαπάω τους κυματισμούς στην επιφάνειά του!»

Και η μέλισσα βούτηξε στη θάλασσα. Όλα τα ψάρια, τα μαλάκια και τα όστρακα τις υποδέχτηκαν με μεγάλο σεβασμό και τρυφερότητα.
«Άκου», ψιθύρισε ένας κόκκινος αχινός, «φέρνουν μαζί τους όλη τη μουσική και την αρμονία του πάνω κόσμου. Όταν ξαναγεννηθώ θέλω να ‘μαι πάντα ή κοάλα ή βραδύποδας. Ή κάτι τέτοιο, ένα τριχωτό θηλαστικό τέλος πάντων.»

Το κορίτσι άκουσε την ευχή του αχινού και άγγιξε τα αγκάθια του με τα ακροδάχτυλά της.
«Τι λες γλυκό μου εχινόδερμο, θες να ενωθούμε; Έχεις καλή ψυχή, τα λόγια σου μου χάρισαν χαμόγελα.»
Ο αχινός έγινε ακόμα πιο κόκκινος από τη συστολή και το νερό θερμάνθηκε.
«Αυτό σημαίνει πως δέχεται» εξήγησε η σοφή μέλισσα. «Τώρα το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να αφήσεις τα αγκάθια του να σε τρυπήσουν.»
Το κορίτσι αγκάλιασε με όλο του το σώμα τον αχινό, τα αγκάθια του την τρύπησαν στα πόδια, τα χέρια, το λαιμό, το στομάχι και τέλος την καρδιά.

Ξύπνησαν κι οι δυο πάνω σε μια ψηλή βελανιδιά. Κοιτάχτηκαν στα μάτια. Περιεργάστηκαν τα σώματά τους. Ήταν δυο ιπτάμενοι σκίουροι, με πλούσιο τρίχωμα στο χρώμα της κανέλας και φουντωτές, μαλακές ουρές.
Το κορίτσι-σκίουρος προσπάθησε να πει κάτι, κατάλαβε όμως πως δεν είχε πλέον τη δυνατότητα για ομιλία. Τι ευτυχία να μη μπορείς να μιλάς, τα λόγια είναι τόσο επίπλαστα και ανούσια. Ο (πρώην) αχινός-σκίουρος έγλειψε μαλακά το αυτί του κοριτσιού. Η χειρονομία σήμαινε «Έλα να πετάξουμε από δέντρο σε δέντρο».

Και πέταξαν.

 

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2014

ΚΛΟΠΗ



ΚΛΟΠΗ

Η νύχτα φορούσε τα φώτα της πόλης, ήταν τα πρώτα κρύα εκείνης της χρονιάς και όλοι φορούσαν τα πορτοκαλί ηλεκτρικά γιλέκα τους. Στις βιτρίνες θλιμμένες γυναίκες-κούκλες διαφήμιζαν τη νέα τάση της μόδας. Άσπρα αυτοκίνητα διέσχιζαν τον αέρα. Ένας άνδρας έπεσε από το αμάξι του και προσγειώθηκε στην ταράτσα της πρεσβείας. Φορούσε κουρελιασμένα σκούρα ρούχα και το μυαλό του αδυνατούσε να συλλάβει τη φύση του τόπου που είχε μόλις βρεθεί. Ήταν από μια άλλη εποχή. Στην πραγματικότητα ήταν ένας συγγραφέας του παρελθόντος που με κάποιου είδους τεχνολογική ή μαγική βοήθεια είχε φτάσει στο εκεί παρόν για να μαζέψει εικόνες. Τις εικόνες αυτές θα κατέγραφε και θα έφτιαχνε ένα καινούργιο βιβλίο, κάτι που είχε να κάνει περίπου 15 χρόνια.
Εγώ παρακολουθούσα από το μπαλκόνι ενός κοντινού ξενοδοχείου την εξέλιξη των γεγονότων. Δεν μπορούσα παρά να απορήσω με την αφελή σκέψη ενός κατά τα άλλα σκεπτόμενου ανθρώπου. Γράφει για την ψυχή αλλά δεν μπορεί να καταλάβει τη δική του. Αυτός είναι ο λόγος που στέκεται χαμένος σε ένα καινούργιο, χαοτικό περιβάλλον.
Κατέβηκα στο λόμπι του ξενοδοχείου. Στις σκάλες συνάντησα  το ζευγάρι που έμενε στο διπλανό δωμάτιο, κι οι δυο τους είχαν ένα γκρίζο τόνο στο δέρμα τους, πλοκάμια έβγαιναν γύρω από το στόμα τους και στο πίσω μέρος του κεφαλιού τους. Ποτέ δεν καταλάβαινα τι μου έλεγαν, για κάποιο λόγο όμως έβρισκα την παρουσία τους ευχάριστη. Όταν έφτασα στο λόμπι προς μεγάλη μου έκπληξη ανακάλυψα ότι ο χώρος ήταν άδειος. Ή μάλλον όχι εντελώς άδειος, καθώς ένας νεαρός άνθρωπος στεκόταν πίσω από τον πάγκο της ρεσεψιόν.
«Με συγχωρείτε, μπορείτε να μου πείτε πώς να βγω στον κεντρικό;» ρώτησα.
Ο νεαρός δεν απάντησε, δε σήκωσε καν το κεφάλι του, σαν να μην υπήρχα γι’ αυτόν. Και τότε μια σκιά στο χρώμα της μελάνης απλώθηκε στους τοίχους και στη συνέχεια απέκτησε Τρίτη διάσταση και χύθηκε παχύρρευστα στο δωμάτιο από παντού. Δεν είχα χρόνο να αντιδράσω και το μυαλό μου είχε παγώσει στη σκέψη του επικείμενου θανάτου μου. Η υγρή σκιά με ακούμπησε και γρήγορα τυλίχτηκε πάνω μου, ήταν κρύα και με έπιασαν σπασμοί. Ο πόνος με τύφλωσε και μπορούσα να δω μόνο κόκκινο. Στο κόκκινο εμφανίστηκαν γεωμετρικές παραισθήσεις που με πλησίαζαν μέχρι που το μέγεθός τους ήταν μεγαλύτερο από το ορατό πεδίο.
Τότε ήταν που η σκιά έπεσε κάτω και μπορούσα ξανά να δω. Ήμουν πάλι στο λόμπι του ξενοδοχείου, το φως με τύφλωσε. Όταν βρήκα την όρασή μου συνειδητοποίησα πως ο χώρος ήταν γεμάτος ανθρώπους και πολλών πλανητών πλάσματα. Όλα κυλούσαν φυσιολογικά. Ταραγμένος ανέβηκα βιαστικά στο δωμάτιό μου.
Άνοιξα την πόρτα και μπάσοι ήχοι ηλεκτρονικής υφής ξεχύθηκαν από το δωμάτιο και με χτύπησαν στο στομάχι. Τριξίματα και ψηλές συχνότητες επιτέθηκαν στο κεφάλι μου μέσω των αυτιών. Συγκέντρωσα όλη μου τη δύναμη και μπήκα στο δωμάτιο περπατώντας στα τέσσερα. Σε μια πολυθρόνα καθόταν ο συγγραφέας.  Είχε στα γόνατά του μια γραφομηχανή.
«Τι είδες;» με ρώτησε.
«Τι στο διάολο συμβαίνει εδώ;» είπα.
«Απάντησε. Τι είδες;»
          Σηκώθηκα και ζαλίστηκα, με κατέβαλλε ο ίλιγγος, το θετικό ήταν ότι η ηχητική επίθεση σταμάτησε. Έπιασα το συγγραφέα από το γιακά και ύψωσα τον τόνο της φωνής μου.
          «Εσύ το ‘κανες αυτό; Εσύ δημιούργησες το Παράδοξο κάτω; Γιατί; Για να μου πάρεις την εμπειρία;»
          Ο συγγραφέας έβγαλε από μια τσέπη ένα μεταλλικό δύσμορφο αντικείμενο και το ακούμπησε στο πλευρό μου. Αισθάνθηκα τον εγκέφαλο μου να ουρλιάζει, τα κύτταρα έβγαζαν μια φασαρία σαν τον ήχο της φωτιάς που καίει ξύλα. Η μνήμη μου μούδιαζε και δεν μπορούσα να θυμηθώ που είμαι, ούτε πως με λένε. Ενστικτωδώς έπιασα με το ένα χέρι το μεταλλικό αντικείμενο, ενώ με την παλάμη το άλλου ακούμπησα το μέτωπο του συγγραφέα. Ο πυρήνας μου διασπάστηκε και μυριάδες μόρια με μορφή πράσινων σημείων ταξίδεψαν στο Μαύρο του υλικού χωροχρόνου και ξαναενώθηκαν σε μια παράλληλη διάσταση του Πολυσύμπαντος. Αισθάνθηκα να πέφτω και βρέθηκα ξαπλωμένος στη γκρίζα πέτρα ενός απότομου γκρεμού. Κάτω κυλούσε ένα ποτάμι. Προσεκτικά σηκώθηκα και κοίταξα γύρω μου.
Στο Νότο ο ωκεανός εκτεινόταν για να ενωθεί σε θέωση με το σκούρο μπλε ουρανό.
Στη Δύση φώτα από μεγαλουπόλεις συνέθεταν ένα ανάγλυφο από χρυσαφί φως.
Στο Βορρά πάνω από τον ατέλειωτο πάγο ανέμιζε μια φωτεινή σημαία, πράσινη, γαλάζια, γεννημένη σε άλλους κόσμους, πιο πλούσιους σε εικόνες, εμπειρίες και συναισθήματα.
Και στην Ανατολή φυσούσε ζέφυρος και ξεσήκωνε την άμμο που χόρευε μανιακά στο ρυθμό των αστεριών.