Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2012

ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ




(Στο blog θα ανεβάζω και δουλειές άλλων, εφόσον ταιριάζουν σχετικά με το ύφος. Το συγκεκριμένο είναι ένα διήγημα του φίλου μου του Σαράντη.)


ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

Μωβ σύννεφο που μοιάζει με αραχνοΰφαντο πέπλο, πάνω από την κοιλάδα των χρωμάτων, πρασινoκόκκινες σκηνές στολισμένες με κίτρινες κορδέλες. Άνθρωποι, σκυλιά, γάτες, λουλούδια. Στο κέντρο της κατασκήνωσης μια φωτιά που έχει από χρόνια να σβήσει η μάλλον έχει ξεχάσει, μα φυσικά πώς να σβήσει εφόσον περνάει τέλεια εκεί. Είναι το κέντρο του σύμπαντος, καίει, είναι.
«Για δες, είπε κάποιος από τις τόσες παρέες που θαύμασαν τη συντροφιά της. Όλοι θέλουμε να καθίσουμε κοντά της μα κανείς δεν αντέχει να πλησιάσει περισσότερο.»  
Ξαπλώνει κλείνει τα μάτια και ξεφυσάει... Ένα κορίτσι με πορτοκαλι φόρεμα και πλεκτά καστανά μαλλιά πλησιάζει φέρνοντας χαμόγελο και ένα καλάθι με καλοκαιρινά φρούτα κάθε είδους. Μόλις μοιράζει και το τελευταίο σηκώνεται όρθια και αρχίζει να χορεύει αργά και γαλήνια στο ρυθμό μιας παλιάς ξεχαρβαλωμένης κιθάρας μέσω της οποίας ξεπηδούσαν τα όνειρα ενός ρυτιδιασμένου άντρα με μακριά ασπρόξανθα μαλλιά που έχει ξαποστάσει στην καμπύλη που του προσφέρει το δέντρο με τον κορμό του. Μα εκείνη δεν τον βλέπει και ίσα που τον ακούει παρ' όλα αυτά τον νιώθει στον αέρα σαν τον άνεμο που χτυπάει το κύμα και του δίνει ορμή.
Κάποια άλλη φορά ο ήλιος δεν ανέτειλε και έδωσε όλο το φορτίο του στη φωτιά.

Σαράντης Κλιάρης

Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2012

ΑΝΤΖΕΛΟ



ΑΝΤΖΕΛΟ

Έφτασε σπίτι. Καθώς ξεκλείδωνε την εξώπορτα παρατήρησε πίσω του ένα ζευγάρι αλλοδαπών που μάλωναν σε μια άγνωστη γλώσσα. Το αγνόησε και προχώρησε στο χολ μέχρι το ασανσέρ, το ασανσέρ με το τελευταίας τεχνολογίας design. Οι πόρτες άνοιξαν και οι μηχανικές γυναικείες φωνές είπαν “Welcome Sir!” Μπήκε άκαμπτα στο ασανσέρ. Πάτησε το κουμπί με τον αριθμό 52. Σκοτάδι και μετά πράσινο φως. Ασυναίσθητα το ασανσέρ ξεκίνησε, η ταχύτητά του ήταν πολύ μεγαλύτερη από αυτό που φαινόταν. “Floor 52” είπε η μηχανική γυναικεία φωνή.
Οι πόρτες άνοιξαν διάπλατα. Άκαμπτος πάλι βγήκε. Ξεκίνησε να προχωράει στο διάδρομο. Τα σχέδια στους τοίχους έμοιαζαν να κινούνται. Ήταν άραγε έτσι κάθε φορά; Μυστήρια αρχέγονα πλάσματα μεταμορφώνονταν αργά σε πελώρια, πολυσύνθετα μηχανήματα. Η μυσταγωγία φαινόταν στο αρρωστημένο πορτοκαλί φως. Λωρίδες πρασίνου γυρνούσαν άτακτα στους τοίχους. Μαίανδροι γίνονταν κύκλοι και στη συνέχεια στρόβιλοι. Έστριψε δεξιά κι έφτασε στην πόρτα του, διαμέρισμα 34. Ακούμπησε την παλάμη του στην επιφάνεια δεξιά και οι μεταλλικές πόρτες σύρθηκαν. Μπήκε μέσα και η vintage αμερικάνικη μουσική άρχισε να παίζει. Ψυχεδελικά φώτα άναψαν και το ροζ, το μπλε και το λαχανί γέμισαν το χώρο στο ρυθμό της μουσικής. Εκείνη περίμενε στραμμένη στον καθρέφτη χτενίζοντας τα, άσπρα σχεδόν, ξανθά μαλλιά της. Πάτησε ένα κουμπί στην πλατφόρμα της μουσικής και η ατμόσφαιρα μετατράπηκε σε μπλουζ. Η μουσική τους γέμισε τα αυτιά και ο χαμηλός φωτισμός κάλυψε τα μάτια τους. Την πλησίασε αργά και τη χάιδεψε στον ώμο. Εκείνη γύρισε και φάνηκε το μαύρο make-up και το μαύρο κραγιόν της. Σηκώθηκε και τον φίλησε απαλά. Του έβγαλε αργά το σακάκι. Εκείνος έσυρε το χέρι του προς τα κάτω. Τα μάτια της του φαίνονταν κόκκινα, οι κόγχες είχαν μικρύνει πολύ. Απομακρύνθηκε και ένιωσε να βουλιάζει. Έπεσε στο πάτωμα και την είδε να τον κοιτάει, με τα φυσικά της μάτια αυτή τη φορά, σαν να λέει “are you ok?” αλλά με περιέργεια και φόβο. Τι του συνέβαινε, πραγματικά; 
Το δωμάτιο σκοτείνιασε ώσπου μόνο οι δυο τους ήταν ορατοί. Τρεις άυλες φιγούρες εμφανίστηκαν αιθέρια δίπλα του και πίσω του. Αυτή άρχισε να χορεύει αργά και το κόκκινο δαντελένιο φόρεμά της άστραφτε. Το δωμάτιο άλλαξε, έγινε σαν σκηνή θεάτρου με την αυλαία κλειστή. Σηκώθηκε αργά, βρήκε την ισορροπία του και περπάτησε ως την άλλη μεριά της σκηνής. Άκουγε κοινό απ’ έξω να σιγομουρμουρίζει με ανυπομονησία. Ήταν ο πρωταγωνιστής άραγε; Αγαπούσε τη δουλειά του, ήταν όμως πολύ κουραστική και σε ορισμένες στιγμές επικίνδυνη. Ως ηθοποιός θα ήταν σίγουρα πιο εύκολο να ζήσει κανείς. Ηθοποιός λοιπόν. Παιδικό όνειρο, αιώνιο απωθημένο. Κοίταξε τα ρούχα του, είχαν γίνει ένα βυσσινί κοστούμι με παπιγιόν. Φορούσε πολλά δαχτυλίδια όλων των μεγεθών, απλά και πιο σύνθετα, όπως ένα χρυσό που είχε πάνω ένα γαλάζιο πετράδι. Τα μουρμουρητά καλύφθηκαν ασυναίσθητα από μια ήρεμη, λυπητερή μουσική, μια φουτουριστική σονάτα για τη θλίψη. Ένιωσε τα μάτια του να βουρκώνουν. Καπνοί παντού και για λίγο σιωπή. Η αυλαία έπεσε αργά και το κοινό, το οποίο εκτεινόταν μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι του, είχε καρφώσει το βλέμμα του άλαλο, με το στόμα ανοιχτό, πάνω του. Αυτός άπλωσε το χέρι του και εκείνο εξανεμίστηκε. Στράφηκε προς τη γωνία της σκηνής και συγκεντρώθηκε σε ένα σημείο. Μόλις κοίταξε αλλού κατάλαβε ότι είχε βρεθεί στη σημείο αυτό. Ύψωσε το βλέμμα του στον εξώστη και σαν θάλασσα αυτός χύθηκε κάτω και ενώθηκε με το κοινό.

Οι άυλες μορφές εμφανίστηκαν ξανά δίπλα του και πίσω του. Στροβιλίστηκαν γύρω του και τον μετέφεραν σε μια μοναχική αμμουδιά δίπλα στη θάλασσα. Στο λυκόφως διακρινόταν η Σελήνη. Τα πρώτα αστέρια καθρεφτίζονταν στα γαλήνια νερά. Τα Μυστήρια της Αγάπης σαν αχτίδες αλλά και σαν αρμονικές αγγελικές φωνές υποσχέθηκαν Ειρήνη και Ζωή για Αυτόν, για Σένα και για Μένα για Πάντα. Και τα Κλαδιά των Δέντρων επέπλεαν στον Ουρανό από πάνω μας.