Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013

ΤΑΔΕ ΕΦΗ ΑΣΤΡΟΚΟΥΝΕΛΟΣ 356



ΤΑΔΕ ΕΦΗ ΑΣΤΡΟΚΟΥΝΕΛΟΣ 356

Ήταν η χρονιά 666.666.666 μ.Κ. στο γαλαξία του Σάντουιτς. Ο καιρός ήταν παράξενος, ειδικά στον πλανήτη των Αστροκούνελων. Πράσινες νιφάδες χλωρίου έπεφταν ασταμάτητα από τον γκρίζο ουρανό και παντού υπήρχαν λιμνούλες ραδιενεργού οξέως. Όλοι οι κάτοικοι του πλανήτη έμεναν κλεισμένοι στα θολωτά, κάτασπρα σπιτάκια τους και απολάμβαναν στιγμές ζεστασιάς με τις πολυμελείς οικογένειές τους.
Όλοι εκτός από έναν. Τον Αστροκούνελο 356. Το συγκεκριμένο ζωάκι είχε προσβληθεί από μια βαριά ασθένεια που χτυπά κατευθείαν στο νευρικό σύστημα και επηρεάζει τις εγκεφαλικές λειτουργίες σε σημείο ανυπόφορης σύγχυσης. Μην αντέχοντας άλλο στη φωλιά του ο Αστροκούνελος αποφάσισε να βγει έξω και να κάνει μια βόλτα. Ήθελε να σκεφτεί, να έρθει αντιμέτωπος με τους δαίμονες που είχαν εισβάλει στον ευαίσθητο οργανισμό του.
Περπατώντας μέσα από σκοτεινά πάρκα γεμάτα στρογγυλά δέντρα και σπειροειδείς θάμνους ο ήρωάς μας είχε χαθεί στις σκοτεινές γωνιές της σκέψης του. Παρά την κακοκαιρία, στα παγκάκια του πάρκου κάθονταν ορισμένα τολμηρά ζευγαράκια άσπρων, τριχωτών πλασμάτων με πεταχτά αυτιά. Τα μεταλλαγμένα πουλάκια έβγαζαν τσιριχτούς ήχους και ο αέρας μύριζε υδροκυάνιο και σεροτονίνη.
Η ατμόσφαιρα έφερε στον Αστροκούνελο 356 στιγμές από το παρελθόν του. Δεν είχαν περάσει πάνω από 7-8 δισκοημερόνια από τότε που είχε γνωρίσει τη γλυκιά Καραμέλα σε ένα οργιαστικό πάρτυ στον διαστημικό σταθμό FGS. Η αγνή ομορφιά της και η γεμάτη καλοσύνη και δίψα για ελευθερία ψυχή της είχαν συγκλονίσει το νεαρό  Αστροκούνελο. Ζαλισμένος από το γλυκό φωσφοριζέ κραζί (κάτι σαν το κρασί αλλά φτιαγμένο από πυρήνες κομητών) την προσέγγισε με ενθουσιασμό και προς μεγάλη του χαρά τα αισθήματα ήταν αμοιβαία.
Ο Αστροκούνελος και η Καραμέλα ερωτεύτηκαν και τη στιγμή εκείνη μια μεγάλη κοσμική διαδικασία πήρε μπρος. Η διαδικασία της εσωτερικής ωριμότητας του Ατόμου. Πρέπει εδώ να τονίσουμε ότι η αλλαγή είναι το αγαπημένο χόμπι των συμπαντικών δυνάμεων που καθορίζουν τις ζωές μας, φαίνεται πραγματικά να το διασκεδάζουν.
Οι δυο τους έζησαν στιγμές ανόθευτης ευτυχίας. Εικόνες κατέκλυσαν τη μνήμη του Αστρικού μας Κουνελιού, αναμνήσεις από τον Ανθρωπολογικό Κήπο του Ζορν, προβολές τετραδιάστατων ταινιών στην αίθουσα του δορυφόρου Σόλεμν, βόλτες στη Χρυσή Πλατεία, διακοπές στην Κρυφή Πηγή της Ανατολής. Αυτό που κυριαρχούσε όμως ήταν το συναίσθημα του να κοιμούνται αγκαλιασμένοι μετά από μια εξαντλητική κι ευφορική ανταλλαγή ορμονών.
Υπήρχε όμως ένα βασικό πρόβλημα στη σχέση αυτή. Η Καραμέλα ήταν από τον πλανήτη των Ομιλούντων Αιλουροειδών, ο οποίος απείχε τουλάχιστον χίλια δισκοημερόνια από τον πλανήτη των Αστροκούνελων. Η απόσταση επέτρεπε στα ζωάκια να βρίσκονται μόνο για συγκεκριμένες χρονικές περιόδους και γι’ αυτό σιγά σιγά η ένταση των συναισθημάτων άρχισε να πέφτει. Η Καραμέλα πίστεψε πως ο Αστροκούνελος της ίσως να μην ήταν τόσο ερωτευμένος μαζί της όσο αυτή ήταν μαζί του. Σε αυτό συνέβαλε και το λάθος που είχε κάνει ο Αστροκούνελος πηγαίνοντας με μια ασήμαντη για αυτόν κουνέλα, αλλά φυσικά καμία λογική εξήγηση δεν μπορεί να γιατρέψει τον πληγωμένο εγωισμό ενός θηλυκού.
Έτυχε εκείνο τον καιρό η Καραμέλα να γνωρίσει το μεγαλόσωμο Πιτ. Ο Πιτ εκδήλωσε μεγάλη επιθυμία για εκείνη και αυτή τη συνεπήραν οι υποσχέσεις του για ασφάλεια και οι kinky σεξουαλικές του προτιμήσεις. Με το που το έμαθε αυτό ο Αστροκούνελος έτρεξε στον πλανήτη των Αιλουροειδών με το ταχύτερο διαστημόπλοιο. Ενώ της εξήγησε άπειρες φορές πόσο την αγαπάει και πόσο σημαντική είναι για αυτόν, εκείνη δεν μπορούσε να ξανανιώσει το ίδιο κι έτσι έβαλε ένα ψυχρό τείχος ανάμεσά τους. Του ζήτησε να σταματήσουν να βρίσκονται.
Το Κουνέλι των Άστρων, αριθμός 356, μόλις είχε καταλάβει την αιτία της ασθένειάς του. Ήταν η απόρριψη, η απαράδεκτη πράξη του να σου αρνούνται να δώσεις αγάπη τη στιγμή που το ‘χεις τη μεγαλύτερη ανάγκη. Ο ωκεανός των χημικών ενώσεων που δημιουργούν τα συναισθήματα δεν είχε πια ακτή να αγγίξει κι έτσι μεταμορφώθηκε σε μια μάζα δηλητηριωδών υγρών.
Τότε μπροστά στα μάτια του εμφανίστηκε το ημιδιαφανές όραμα της Καραμέλας, ακτινοβολώντας λευκό φως και θερμότητα. Και ο Αστροκούνελος της μίλησε και αυτά ήταν τα λόγια που της είπε:

«Θέλω να ξεριζώσω το μυαλό μου και να το βάλω στο μπλέντερ.
Θέλω να σε χτυπήσω αλλά στην πραγματικότητα χρειάζομαι μόνο την αγκαλιά σου.
Θέλω να σταματήσω να μιλάω με τα άλλα πλάσματα.
Θέλω να διαλυθώ σε φως.
Θέλω να μ’αγαπάς όπως μ’αγαπούσες.
Θέλω να νιώσω άδειος.
Θέλω να μην υπάρχει η φθορά και να ‘ναι όλα όμορφα.
Θέλω να ζήσω και θέλω να πεθάνω.
Δε θέλω να δεχτώ την αλήθεια.
Τίποτα απολύτως δε βγάζει κανένα νόημα. Ακόμα και να υπάρχει κάποιο νόημα σε τι ωφελεί αν δεν μπορούμε να το συλλάβουμε;
Το Κακό με νικάει. Το κρατούσα έξω για πάρα πολύ καιρό αλλά τώρα νομίζω ότι με καταβάλει κάθε μέρα και πιο πολύ.
Έχω σκοτεινιάσει...»

Λέγοντας αυτά τα λόγια ο Αστροκούνελος ένιωσε ένα τεράστιο φορτίο αρνητικής ενέργειας να φεύγει από μέσα του. Αν η αγαπημένη του ήθελε κάποιον άλλο τότε δεν υπήρχε τρόπος να αλλάξει την πορεία των γεγονότων. Σίγουρα θα μπορούσε να οργανώσει μια δολοφονία αλλά κάτι τέτοιο δεν ήταν του χαρακτήρα του.
Αποφάσισε λοιπόν να αναλάβει το πιο δύσκολο έργο. Να σταματήσει να τη σκέφτεται. Δεν έπρεπε να αφήσει το Εγώ του να διαστρεβλώσει την πραγματικότητα. Ήθελε να την κρατήσει στο μυαλό του ως μια ακτίνα ευτυχίας, ένα πλάσμα καλοσύνης που είχε τη μοναδική τύχη να γνωρίσει.
Και ποιός ξέρει, μπορεί κάποιο δισκοημερόνιο, σε κάποιο μακρινό, πολύχρωμο αστερισμό να την ξανασυναντούσε και τότε οι συνθήκες θα ήταν τέτοιες που κανείς και τίποτα δε θα μπορούσε να μπει ανάμεσα στην αγάπη τους. Ποιός ξέρει;


Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2013

ΕΚΔΟΧΗ



ΕΚΔΟΧΗ

Δεν είχα ανάγκη για φαγητό και νερό. Δεν είχα ανάγκη για σώμα και εγκέφαλο. Κινούμουν ελεύθερα σε κενό χώρο και στο σκοτάδι τριγύρω έλαμπαν μακρινές πηγές φωτός σαν καρφίτσες σε μαύρο πέπλο. Έφτασα μπροστά σε δύο πύρινες στήλες και αυτές κινήθηκαν ρυθμικά σε περίπλοκα γεωμετρικά σήματα. Θα μείνω.
Ως κάτοικος του πλανήτη Όλντα ζούσα τη στιγμή κατά τη διάρκεια της μέρας και όλα ήταν όμορφα. Όταν όμως έφτανε το βράδυ έπεφτα στο δίχτυ των αρνητικών σκέψεων, ένας συνδυασμός ενοχής, εγωισμού και ανώφελων φαντασιώσεων έπαιρνε τον έλεγχο της ψυχής και του σώματός μου. Ήξερα πως έπρεπε να περιορίσω αυτή την πλευρά του εαυτού μου αλλά έβρισκα σχεδόν εξωσωματική αντίσταση όταν έκανα κάποια απόπειρα.
Δεν ήταν όμως πάντα έτσι. Όταν πήγα εκδρομή στο δάσος του Ταρκ μόνος μου αναζητώντας την πνευματική γαλήνη ήρθα αντιμέτωπος με ασύλληπτα γεγονότα. Γνώρισα μια οντότητα που ισχυριζόταν πως ήξερε την αλήθεια για τη φύση των πραγμάτων, είχε τη μορφή μεγάλης διάφανης μπλε σφαίρας. Μου εξήγησε πως ανήκει σε μια φυλή όντων ανώτερων διαστάσεων, μη αντιληπτών με τις εφτά γνωστές αισθήσεις. Η φυλή τους έπαιζε ένα παιχνίδι δημιουργίας νέων κόσμων με άλλα υψηλά όντα και κάθε φυλή είχε έναν αδιανόητο αριθμό σχεδιαστών που εισήγαν διαφορετικές πληροφορίες στο σύστημα.
Το δικό τους project ήταν το Χωροχρονικό Πολυσύμπαν. Με βασικά συστατικά την ύλη και την ενέργεια είχαν δομήσει ένα απίστευτα σύνθετο, γλιστερό οικοδόμημα που παλλόταν συνεχώς σε ένα ρυθμό φτιαγμένο από το εσωτερικό του. Ο χρόνος κινούταν πάνω σε μια ασταμάτητη λούπα την οποία εμείς αντιλαμβανόμαστε ως αιωνιότητα.
Άπειροι κόσμοι ενώνονταν, χώριζαν ή συγκρούονταν μεταξύ τους. Κάθε νέος κόσμος ξεκινούσε από τη χειρότερη δυνατή του μορφή και σταδιακά βελτιωνόταν μέχρι ένα ορισμένο σημείο. Μετά από αυτό το σημείο άρχιζε η παρακμή εκείνου του κόσμου και πλησίαζε το τέλος του. Οι Όλνταρς ήμασταν τυχεροί που είχαμε τύχει σε εκείνη την ευνοϊκή πιθανολογική κατάσταση, είχαμε συνείδηση αρκετά δυνατή για να κατανοήσουμε τέτοιου είδους έννοιες.
Κάθε σχεδιαστής αυτής της φυλής των Δημιουργών ήταν χωρισμένος σε δύο μέρη, αυτό του Δημιουργού και αυτό του Καταστροφέα. Οι δυνάμεις του Δημιουργού εκδηλώνονται μέσω των βαθιών συναισθημάτων του κάθε πλάσματος στο Πολυσύμπαν, όπως η αγάπη και η ελευθερία. Οι δυνάμεις του Καταστροφέα ήταν το βαρύ χέρι που έπαιρνε τα πάντα πίσω στο κενό. Οι ψυχές όμως επέστρεφαν σε άλλους καιρούς με άλλες μορφές για πάντα, απλά η μνήμη είναι αποθηκευμένη στον εγκέφαλο κι έτσι οι περισσότερες πληροφορίες χάνονταν από τη μια ενσάρκωση στην άλλη.
Η σκέψη με τρόμαξε όσο δεν είχα τρομάξει ποτέ ξανά. Ήμασταν σκλάβοι σε μια αιωνιότητα και δεν μπορούσαμε να ξεφύγουμε ποτέ και όλο αυτό για ένα παιχνίδι αόρατων και άγνωστων δυνάμεων. Οποιαδήποτε πίστη είχα στην ύπαρξη ενός Θεού που αγαπάει και γι’ αυτό δημιουργεί και δίνει ζωή κατέρρευσε μπροστά στο μέγεθος της αλήθειας που μου μαρτυρούσε τώρα αυτή η παράξενη μπλε μπαλίτσα.
Τότε κάτι εντελώς απροσδόκητο συνέβη. Μια λευκή δίνη τράβηξε στο εσωτερικό της εμένα και τη σφαίρα και βρεθήκαμε να αιωρούμαστε μπροστά σε ένα γιγάντιο ασημένιο και πράσινο νεφέλωμα. Πρέπει να ήταν κάποιου είδους πύλη προς ανώτερα πλέγματα πραγματικότητας, σκέφτηκα λοιπόν να μπω μέσα. Κάπως έτσι βρέθηκα να επιπλέω στην ασώματη κατάσταση μέχρι που έφτασα στις πύρινες στήλες. Τα φωτεινά σημεία ολοένα και λιγόστευαν μέχρι που δεν έμεινε κανένα. Μεσολάβησε μια μεγάλη παύση.
Πριν χάσω κάθε ίχνος της συνειδητότητας κατάφερα να ακούσω και ταυτόχρονα να πω κάτι σε όλες τις γλώσσες που είχαν ποτέ αρθρωθεί:

        «Ο κόσμος υπάρχει έξω μας αλλά τον δημιουργούμε μέσα μας. Υπάρχουμε στη μεγάλη συνείδηση του σύμπαντος και αυτό υπάρχει στη δική μας. Το κατά πόσο νοηματοδοτούμε τη ζωή ή όχι είναι δικό μας θέμα και όποια και να ‘ναι η σωστή απάντηση δε θα τη μάθουμε με δική μας πρόθεση. Οπότε κάθε πίστη, κάθε ιδέα είναι σωστή και λάθος ταυτόχρονα.
Η περιορισμένη ανακυκλώσιμη Ύλη προέρχεται από το Κενό, το οποίο είναι άπειρο. Γι’ αυτό όταν ένα πνεύμα ζήσει όλη του την ενέργεια, η οποία μπορεί να έχει περάσει από μυριάδες σώματα, γυρνάει στην πηγή απ’ όπου ήρθε. Αυτή η αιωνιότητα, δηλαδή, έχει μια ημερομηνία λήξης και το πνεύμα γυρνάει στο απόλυτο Κενό. Μόνο που το Κενό είναι Φως κι όχι σκοτάδι.
Κι εμείς από αυτό το Φως ερχόμαστε.»

Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2013

Η ΣΥΛΛΟΓΗ (ΜΕΡΟΣ ΄Β)



Η ΣΥΛΛΟΓΗ
(ΜΕΡΟΣ ΄Β)

Το πόση αγάπη χρειάζεται ένας άνθρωπος το ήξερε ήδη ο Α. Δεν είχε όμως ποτέ την ευκαιρία να το ζήσει στην πράξη. Πάντα κλεισμένος στο προσωπικό του κελί παρατηρούσε τους ανθρώπους και τα συναισθήματα τους εξ αποστάσεως. Όσο τα χρόνια περνούσαν, τόσο πιο σοφός αλλά και ταυτόχρονα απόμακρος γινόταν. Οι πιθανότητες να ζήσει κάτι πραγματικό γινόντουσαν όλο και λιγότερες. Για αυτό και αφοσιωνόταν μονάχα στη συλλογή του.
Ό,τι στοργή και φροντίδα τον γέμιζε την περνούσε στη μοναδική και αγαπημένη του συλλογή. Αυτό που έκανε ήταν ένα έργο αδιανόητο για οποιονδήποτε άλλο. Ίσως χωρίς τον Α. όλες αυτές οι ξεχασμένες από το Θεό υπάρξεις να μην γνώριζαν ποτέ το πώς είναι να νοιάζεται κάποιος για αυτές. Ήταν σίγουρα σημαντικός. Αλλά υπήρχαν και οι στιγμές που θα έδινε τα πάντα, ακόμα και τη συλλογή του, για να αισθανθεί κάτι το αληθινό. Αυτό τον έκανε να αισθάνεται ένοχα απέναντι στα «εκθέματα» του. Η ενοχή γέμιζε τα μάτια του και δεν μπορούσε να την κρύψει, κατασπάραζε και αυτό το ελάχιστο συναίσθημα που είχε ωριμάσει μέσα του. Παρόλα αυτά είχε βρει το καταφύγιο του στο οποίο έβρισκε ό,τι άνεση του έλειπε.
Μέχρι που μια νύχτα του καλοκαιριού εξαφανίστηκε ολόκληρη η συλλογή. Χάθηκε, σαν να μην υπήρξε ποτέ. Εκείνη τη νύχτα μια βαθιά ανησυχία δεν τον άφηνε να κοιμηθεί, οπότε αποφάσισε να πάει μέχρι το πίσω μέρος της αυλής του για να ελέγξει μήπως κάτι συμβαίνει, μήπως κάποιο ον χρειαζόταν την βοήθεια του. Αυτό που είδε τον γέμισε απόγνωση. Ολόκληρη η πίσω αυλή, όπου είχε τοποθετήσει το μόνο πράγμα που του έδινε κάποιο νόημα στη ζωή είχε αδειάσει. Δεν υπήρχε το παραμικρό ίχνος, κάθε στοιχείο που αποδείκνυε την ύπαρξη της συλλογής είχε εξαφανιστεί. Η καρδιά του σχίστηκε, ήταν σαν να έβαζαν φωτιά στον πυρήνα της ψυχής του, σαν να διαλύθηκε με τη μία ό,τι είχε καταφέρει να πετύχει στη λειψή ζωή του. Παρέλυσε κοιτάζοντας την άδεια αυλή, ζαλίστηκε, έκανε εμετό, έπεσε στα γόνατα κι έκλαψε υστερικά.
Τυφλός από ένα μείγμα οργής, απορίας και αγνής δυστυχίας άρχισε να χτυπάει το κεφάλι του στο δάπεδο. Ανίκανος να σκεφτεί οτιδήποτε κοίταξε τριγύρω μήπως και όλο αυτό ήταν παιχνίδι του μυαλού του και η συλλογή βρισκόταν στη θέση της, αλλά μάταια. Το μάτι του πήρε ένα σφυρί που είχε αφήσει εκεί, πάνω σε ένα περβάζι. Τινάχτηκε πάνω και άρπαξε το σφυρί ουρλιάζοντας ακατάληπτα, με δάκρυα να καλύπτουν το πρόσωπο του. Χτύπησε με όλη του τη δύναμη το πόδι του και ο πόνος διέκοψε στιγμιαία οποιαδήποτε μαύρη σκέψη τριγύριζε στον νου του. Συνέχισε να χτυπά μέχρι να συνθλίψει όλα τα δάχτυλα του ποδιού του. Σχεδόν μηχανικά επιτέθηκε σε όλα το υπόλοιπο σώμα του, αδυνατώντας να σταματήσει αυτή την παράνοια. Οι κραυγές του έσκιζαν τον αέρα και σταμάτησαν μόνο όταν ξάπλωσε στο ζεστό και υγρό από το αίμα δάπεδο ανακουφισμένος. Τώρα θα πέθαινε επιτέλους, όπως πάντα ήθελε μα δεν είχε το κουράγιο να το κάνει. Το μυαλό του ξεκαθάρισε επιτέλους.
Ο πόνος δένει τους ανθρώπους μεταξύ τους, πάντα. Ο πόνος προσφέρει στον άνθρωπο ό,τι αυτός χρειάζεται. Πάνω από τα μισόκλειστα μάτια του εμφανίστηκε το παρόμοιο με αρουραίο ζώο που τόσο αγαπούσε. Βροχή άρχισε να πέφτει βίαια, λες και προσπαθούσε να ξεπλύνει το αίμα του Α. που βρήκε επιτέλους τη κάθαρση. Ο πόνος δένει τους ανθρώπους μεταξύ τους… 


Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2013

Η ΣΥΛΛΟΓΗ (ΜΕΡΟΣ Ά)



Η ΣΥΛΛΟΓΗ
(ΜΕΡΟΣ Ά)

Τι δένει τους ανθρώπους μεταξύ τους; Ο Α. είχε μια συλλογή από παράξενα έντομα και ζώα που είχε μαζέψει από τον δρόμο. Τα φυλούσε μέσα σε γυάλινα βάζα, μεγάλα και μικρά, ανάλογα με το μέγεθος του πλάσματος, τα οποία έκρυβε στο πίσω μέρος της αυλής του. Τις περισσότερες φορές τα έβρισκε νεκρά, μερικά όμως, εάν ήταν τυχερός, τα έβρισκε ζωντανά αλλά τραυματισμένα. Δεν θα τολμούσε ποτέ να αγγίξει ένα τέτοιο πλάσμα ενώ ήταν υγιές, η ιδέα του ανυπεράσπιστου τον τραβούσε παράξενα.
Τα πλάσματα έμεναν εκεί μέχρι να πεθάνουν και να σαπίσουν. Το θέαμα, αν και μακάβριο, δεν ενοχλούσε τον Α. Ίσα-ίσα που μερικές φορές το απολάμβανε κιόλας. Δεν έδειχνε τη συλλογή του ποτέ και σε κανένα. Ποτέ δεν θα τολμούσε να δείξει τη συλλογή του σε άλλο άτομο, σε καμία περίπτωση, ακόμα και αν είχε κάποιον να του δείξει. Η αλήθεια είναι όμως πως δεν είχε κανένα. Πόσο θα ήθελε να δείξει τη φανταστική συλλογή του σε κάποιον! Ήταν τόσο προσεγμένη και καλλιτεχνικά φτιαγμένη. Τόσο εντυπωσιακή…
Ο Α. θαύμαζε τη συλλογή του. Θαύμαζε το μικρούλι σκυλάκι, ήταν ίσα με την παλάμη του, μόνιμα μικρό εύθραυστο, δεν θα μεγάλωνε ποτέ. Πιο δίπλα βρισκόταν ένα άλλο παράδοξο της φύσης. Ήταν μία πεταλούδα, που όμως δεν είχε περάσει ολόκληρη τη φάση της εξέλιξης, ήταν σαν μία κάμπια με πολύχρωμα φτερά. Την είχε μαζέψει ένα φθινοπωρινό πρωινό από κάτι λάσπες, πεθαμένη, και αν δεν ήταν αυτός θα είχε σίγουρα πάει χαμένη, τόσο σπάνιο και αξιοπερίεργο.
Σίγουρα όμως ένα ήταν το αγαπημένο έκθεμα του Α. Δύσκολα ξεχώριζε ανάμεσα στα άλλα βάζα όμως μία προσεκτική ματιά θα φανέρωνε στον θεατή ένα πλάσμα που χαράζεται στην μνήμη σαν μία ανάμνηση μικρού παιδιού, χωρίς να μπορεί να πει με σιγουριά αν ήταν όνειρο ή πραγματικότητα. Ένα ζωάκι, όμοιο με αρουραίο, όχι όμως με συνηθισμένο αρουραίο. Είχε τρία πόδια μπροστά και κανένα πίσω, η ουρά του έμοιαζε παράταιρη, σαν από κάποιο άλλο ζώο, και τα δόντια του ήταν ίσα στο μέγεθος με το ίδιο, μυτερά και κίτρινα. Είχε γεμίσει το βάζο του με πρασινωπά υγρά που έτρεχαν από το στόμα του σαν σάλια. Ο Α. είχε καταβάλει τεράστιες προσπάθειες να το κρατήσει ζωντανό, έστω και σε εκείνη την αρρωστημένη κατάσταση. Του άρεσε πιο πολύ απ’ όλα, ήταν αταίριαστο ανάμεσα στα αταίριαστα, ώρες-ώρες του θύμιζε τον ίδιο του τον εαυτό, κρατημένο στη ζωή από την ίδια του την αθλιότητα. Είχε εμφανιστεί σε αυτόν σχεδόν μαγικά, ξαφνικά, κάτω από την πολυθρόνα της αυλής του. Έφερνε καχεκτικά την ύπαρξη του προς τα πόδια του Α., ίσως με την ελπίδα πως θα το πατήσει και θα τελειώσει την αλλόκοτη, μισητή ζωή του. Ο Α. όμως δεν θα μπορούσε να στερήσει από τη συλλογή του ένα τόσο ιδιαίτερο απόκτημα…
Και οι μέρες κυλούσαν, αργά και σκοτεινά, καθώς ο χειμώνας παρήλαυνε παγωμένος στα δρομάκια της μικρής πόλης. Και ο Α. έκρυβε την συλλογή του όσο το δυνατόν καλύτερα από την ανωμαλία της πόλης. Και η βροχή έπεφτε σαν κάθαρση, μόνο που κανένας δεν την πλησίαζε. Και το χώμα έγινε υγρό και παγωμένο. Τι δένει τους ανθρώπους μεταξύ τους;