Τρίτη 26 Μαρτίου 2013

ΕΛΕΥΣΙΝΙΑ




ΕΛΕΥΣΙΝΙΑ

Κρατάω στα χέρια μου μια Κιβωτό. Και ταυτόχρονα Είμαι μέσα σε αυτή την Κιβωτό. Νιώθω να πετάω πάνω από ωκεανούς γαλήνης. Πάνω από τα νερά υψώνεται μια φωτεινή αψίδα, μία πύλη, μία στοά. Περνάμε ανάμεσα περιστρεφόμενοι παράλληλα 360 μοίρες.
Η Κιβωτός τη μια στιγμή βυθίζεται στην άβυσσο για να κυνηγήσει θαλάσσια όντα προς κατανάλωση και την άλλη πετάει με ξύλινα φτερά μέχρι τα σύννεφα και μέχρι τον ήλιο.
Κάποια στιγμή βρισκόμαστε δίπλα σε μια βραχονησίδα γεμάτη Σειρήνες. Οι Σειρήνες που συναντάμε είναι γλυκές και φιλόξενες. Μας υποδέχονται με τραγούδια και μας αποχαιρετούν με δώρα και φιλιά.
Βυθιζόμαστε περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Οι δονήσεις διαπερνούν το πλήρωμα και εισβάλλουν στο νευρικό σύστημα προκαλώντας αργές κινήσεις και βαθιές, απρόσμενες σκέψεις.
Σκέψεις από την παιδική ηλικία, μνήμες από τα μελλοντικά γηρατειά, μία ταινία που κρατάει όσο άλλο μια ζωή.
Η ιδέα του χρόνου έχει αποκτήσει ιδιότητες του βυθού σε αυτή την έρημο του μπλε. Κάτω εκτείνεται το απόλυτο κενό. Τι τρόμος. Δεν υπήρχε ελπίδα. Κάποιος ήρθε και μου είπε χαμηλόφωνα «Θυμάσαι;». Το κατάλαβα από την κίνηση του στόματος και την έκφραση, καθώς το βουητό από την πίεση δεν άφηνε τον ήχο να περάσει. Ένα άυλο τείχος.
Αναμονή.
Σύννεφα, χορωδίες, μπασογραμμές, αέρας, πετούσαμε. Γλιστρούσαμε για την ακρίβεια στις ίδιες τις δομές του Κόσμου και στα πρόσωπά μας φυσούσε ο αέρας της Ζωντανής Συνείδησης. Πολλαπλή ύπαρξη, γνώση. Γκρίζες ακτές γύρω από σκούρες μπλε λίμνες και κάπου στο βάθος μία σκάλα. Η είσοδος προς αυτό που βρίσκεται ανάμεσα στην ατμόσφαιρα και στο Διάστημα. Μία πνευματική κατάσταση είναι στην πραγματικότητα (αν και το πνεύμα δεν είναι ακριβώς αυτό που φτάνει μέχρι τον «παράδεισο», την Τάνελορν).
Ξαφνικά ήμασταν στη σκάλα και ανεβαίναμε. Αυτό που υπήρχε πάνω από τα σύννεφα δύσκολα περιγράφεται με ανθρώπινες λέξεις. Πορτοκαλί ακτίνες έπεφταν ανάμεσα στα μάτια μας και ζέσταιναν το μυαλό μας.
Ο Κεντρικός περπάτησε στην άκρη της σανίδας και πήδηξε από την Κιβωτό για να περπατήσει στα σύννεφα ανάμεσα στους γκρι πέτρινους ναούς που στέκονταν πάνω τους. Αποφασισμένος έπεσα κι εγώ και βρέθηκα καλυμμένος από μια δροσερή και απαλή υφή. Αστέρια αποκαλύφθηκαν στο πραγματικό τους μέγεθος  γεμίζοντας τον Ουρανό με γραμμικό φως και χρώματα από το ιώδες μέχρι το κόκκινο σε διάχυση. Ακούστηκε μια κραυγή. Κεντρικά μια μορφή έβγαζε τα καρφιά από το σταυρό που την είχαν καρφώσει.
Όχι άλλο από Εμένα. Παρακαλώ. Αυτό που μας γλυκαίνει πιο πολύ, παίζει με εμάς και σκοτώνει κάθε Ύλη. Κάθε στιγμή είναι πρώτη. Μίσος και αγάπη, χάος και τάξη. Μπαίνω μέσα, κόβω προσεκτικά τομές στο καλούπι και ανοίγω μια έξοδο από τον Χώρο. Θέλω να δω πώς είναι. Πραγματικά, πέρα από τις φαντασιώσεις, πώς είναι;
Βγαίνω από τη δέρμα, κρυώνω πάρα πολύ, είμαι γυμνός και χιονίζει. Αλλά είναι όμορφα, είναι ελάχιστα πιο αληθινά. Κατάλαβα ότι είμαι ξαπλωμένος στον πάγο και με μεγάλη προσπάθεια σηκώθηκα. Άνθρωποι με κρατούσαν στους ώμους τους. Άνοιξα τα μάτια και όλη η εμπειρία άρχισε να χάνεται σε μια δίνη. Το μόνο που ακούστηκε ήταν ένας ψίθυρος. Και ο κρότος.
Ο ήλιος έλαμπε εκτυφλωτικά πίσω από τα παγόβουνα στο βάθος. Η λίμνη μπροστά ήταν παγωμένη και χιόνι είχε κατακλύσει το οπτικό μου πεδίο. Παρακολουθούσα την ιεροτελεστία μπροστά στα μάτια μου μαγεμένος από το μυστήριο και την ομορφιά. Δίπλα στην ορχήστρα που έπαιζε τα τραγούδια του Βορρά χόρευαν ιέρειες με σκούρες πράσινες φορεσιές. Οι κινήσεις τους βάραιναν από το παρελθόν και μετέδιδαν ελπίδα. Τότε, όπως είχε καθιερωθεί από καιρό, βγήκε από το έδαφος η Περσεφόνη, ντυμένη πλέον στα λευκά. Τα μαύρα  μαλλιά της καθρέφτιζαν το Σύμπαν. Όλα αυτά, ο κυκεώνας, οι μινώταυροι, ο Άδης, ο Διόνυσος, το πέρασμα από τον Κάτω Κόσμο οδηγούσαν σε αυτό. Και η απόλυτη κάθαρση έγινε ταυτόχρονα βίωμα του πλήθους που ακολουθούσε την πομπή ολόκληρη τη νύχτα.




Τρίτη 12 Μαρτίου 2013

ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ Ρ. (ΜΕΡΟΣ 4ο)

ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ Ρ.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4: Η ΠΥΛΗ
Είναι όμορφο συναίσθημα να περπατάς στην έρημο με όμορφες γυμνόστηθες συντρόφους με άσπρα μακρυά μαλλιά και μελαμψή επιδερμίδα. Αυτό διαπίστωσε ο Ρ. καθώς ο αέρας σήκωνε την κόκκινη άμμο και αυτή παιχνίδιζε με την πορτοκαλί ατμόσφαιρα του πλανήτη κάτω από το φως του γιγάντιου Ήλιου.
Ξαφνικά μια πύλη εμφανίστηκε μπροστά τους από το πουθενά. Μια αστρική πύλη που μέσα της προβαλλόταν το βαθύ μπλε του Πολυσύμπαντος. Από πάνω της αιωρούταν ο αριθμός 4000. Ο Ρ. μπήκε μόνος του μέσα και καθώς έμπαινε τον διαπέρασε ένα ρεύμα ηλεκτρισμού. Σκοτάδι τον τύλιξε, τον γονάτισε και τον μετέφερε κάπου που μύριζε σαν 4000 από τα καλύτερα λουλούδια του Γαλαξία σε ένα άρωμα. Ο Ρ. έτριψε τα μάτια του και σηκώθηκε. Μπροστά του απλωνόταν η Δύση σε όλο της το μεγαλείο με τα αρχαία δέντρα της και τους ακόμα πιο αρχαίους ποταμούς της. Στον ορίζοντα φαινόταν η θάλασσα, σμαραγδί και εκτυφλωτική.
Κάτι περίεργο είχε διαποτίσει την εκεί πραγματικότητα, ο Ρ. το αισθανόταν με μεγάλη βεβαιότητα. Το ένστικτό του αποδείχτηκε μάλλον σωστό. Ένας μπάσος ήχος τον έκανε να γυρίσει το κεφάλι προς τα πίσω και με έκπληξη να δει έναν καταρράκτη. Μπορούσε πλέον να ακούσει τον καταρράκτη πραγματικά, πέρα από το φυσικό του ήχο. Η γνώση που είχε αποκτήσει τον έκανε να αισθάνεται τον κόσμο αλλιώς, αναγνωρίζοντας περισσότερα πράγματα. Γι' αυτό το λόγο ήξερε πως κάτι υπήρχε πίσω από τον καταρράκτη και ξεκίνησε προς τα εκεί. Όταν μπήκε στο νερό μέχρι το γόνατο η όρασή του θόλωσε και ο βαθύς αληθινός ήχος του καταρράκτη κατέκλυσε την ακοή του. Η κατάσταση έγινε ανυπόφορη στην επαφή με τη μεγάλη μάζα νερού, ο Ρ. έπεσε μπροστά και έμεινε κάτω, με το πρόσωπο στο νερό ώσπου ένα ζευγάρι χέρια τον γύρισε ανάσκελα και τον έσυρε κάπου στεγνά και ζεστά.
Ένα σύννεφο καπνού έφτασε στο πρόσωπό του και αυτός με το που το εισέπνευσε άνοιξε τα μάτια του και οι μυς του γέμισαν γαλακτικό οξύ, χαλάρωσαν και η αίσθηση ευφορίας και κορεσμού τον συνεπήρε. Μπροστά του στεκόταν ένας άντρας με μακρυά μαύρη κοτσίδα, γαμψή μύτη, μούσι και ένα ζευγάρι γυαλιά κάτω από τα πυκνά φρύδια του. Ο άντρας τέντωσε το δείκτη του δεξιού του χεριού ανάμεσα στα μάτια του Ρ. και ο Ρ. ένιωσε πως μπορούσε πλέον να εστιάσει. Στο χέρι του άντρα τα νύχια ήταν πολύ μακρυά και γυαλιστερά, αυτός φορούσε ένα μαύρο μακρύ μανδύα με χρυσές ραφές και πολλά χρυσά βραχιόλια και δαχτυλίδια. Στο λαιμό του είχε μια χρυσή αλυσίδα που συγκρατούσε ένα κόκκινο πετράδι. Το αριστερό του χέρι είχε το μικρό δάχτυλο βαμμένο μαύρο και κρατούσε ένα σκήπτρο σε σχήμα ρόμβου, ήταν ξυπόλυτος. Ο χώρος γύρω ήταν η πέτρινη κοιλότητα μέσα από τον καταρράκτη.
“Είμαι ο Άνου” συστήθηκε ο άντρας. “ Κι εσύ είσαι ο Ρ. Και πρέπει να σου πω ότι ξέρω που μπορείς να βρεις τον Άρχοντα των Χιλίων Σπαθιών. Θα πας στο Φαράγγι, στο Ανώτατο Επίπεδο. Εκεί είναι η κατοικία του. Για να βρεις όμως το δρόμο μέχρι τη γέφυρα χρειάζεσαι το χάρτη και το χάρτη Ρ. τον έχω μόνο εγώ”.
“Και θα μου δώσεις το χάρτη; Γιατί να το κάνεις αυτό; Γιατί δεν πας απλά στον Άρχοντα των Χιλίων Σπαθιών εσύ;” ρώτησε ο Ρ.
“Δεν με ενδιέφερε ποτέ να τον συναντήσω. Και το χάρτη δεν θα στο δώσω βέβαια ως δώρο. Θέλω από σένα κάτι”. Σιγή απλώθηκε στο χώρο. “Θέλω να πας στο Μετά και να μου φέρεις κάτι. Χρειάζομαι τα Σανδάλια του Χρονοναύτη. Μπορώ να σε μεταφέρω εγώ στο μετά, δεν γίνεται να σου πω κάτι άλλο” είπε ο Άνου.
“Πότε;” ρώτησε ο Ρ.
“Τώρα” απάντησε ο Άνου και φύσηξε καπνό στο πρόσωπο του Ρ., ο οποίος θυμήθηκε πως αυτός ήταν ο Καπνός του Τίποτα. Ο Άνου σήκωσε το ρομβικό σκήπτρο του και όλα άλλαξαν μορφή.