Κυριακή 21 Απριλίου 2013

ΠΙΣΤΗ



ΠΙΣΤΗ

Έρημος. Ο δάσκαλος με τα μακριά μέχρι τον ώμο καστανά μαλλιά και το μούσι οδηγούσε τις καμήλες του σε μια κοντινή όαση, στο δρόμο συνάντησε παράδοξα θεάματα.
Βρήκε τον πρώτο μαθητή του θαμμένο στην άμμο, αφυδατωμένο και σχεδόν πεθαμένο. Τον μάζεψε και τον έβαλε πάνω σε μια καμήλα του αφού πρώτα του έδωσε νερό και λίγο ψωμί.
Ο δεύτερος μαθητής του εμφανίστηκε σε αυτόν ξαφνικά, πίσω από κάτι βράχους και απλώς τον ακολούθησε, μη ζητώντας τίποτα.
 Οι μαθητές έγιναν τέσσερις όταν ο δάσκαλος έφτασε στην όαση και ένα ζευγάρι να κάνει έρωτα δίπλα στο νερό, τον ακολούθησαν γυμνοί.
Φεύγοντας από την όαση, στο δρόμο του γυρισμού είχε πια νυχτώσει. Κάπου στον ορίζοντα φαινόταν ένα αφύσικο κόκκινο φως, πολύ έντονο, πολύ ελκυστικό. Ο δάσκαλος οδήγησε τους υπόλοιπους στο φως όπου συνάντησε τρεις φημισμένους φονιάδες, με τα μαχαίρια τους ακόμη ματωμένα, να τρων πλουσιοπάροχα.
Όλοι τους κάθισαν γύρω από τη φωτιά, μοιράστηκαν το φαγητό και προσευχήθηκαν. Το κόκκινο φως απλώθηκε παντού γύρω τους και φωνές αγγέλων τους περιέβαλλαν. Το ίδιο συναίσθημα γέμισε τις ψυχές τους, μία αγαλλίαση χωρίς προηγούμενο, μια παντελής απουσία φόβου και δισταγμού. Ο δάσκαλος πήρε το λόγο.
«Μαθητές μου. Όλοι βρίσκεστε εδώ για κάποιο σκοπό, άγνωστο σε σας αλλά γνωστό σε εμένα.» Κοίταξε τον πρώτο. «Ανέκτησες πια τις δυνάμεις σου. Θέλω να πας στη γυναίκα και να γίνεις ένα με αυτή. Έτσι θα αποδείξεις ότι σε γιάτρεψα και πια μπορείς να κάνεις τα πάντα». Αυτός έπεσε πάνω στην κοπέλα και παρά τα ουρλιαχτά της, της έσκισε τα ρούχα που της είχε δώσει ο δάσκαλος και άρχισε να την βιάζει.
Μιλώντας τώρα πιο δυνατά ο δάσκαλος για να ακουστεί πάνω από τις φωνές παρότρυνε και το δεύτερο μαθητή του να συμμετέχει στο βιασμό. «Είσαι ο αγαπημένος μου και ο πιο πιστός μου. Μπορείς και συ να απολαύσεις τους καρπούς της υπομονής σου. Μόλις τελειώσεις, πάρε μια πέτρα και χτύπα τον άλλο στο κεφάλι. Η γυναίκα θα είναι δική σου».
Γύρισε το κεφάλι προς το μέρος του γυμνού. «Είσαι ακάθαρτος. Πρέπει να εξαγνιστείς. Αγάπησε με και θα σε ανταμείψω». Σαστισμένος ο γυμνός φίλησε το δάσκαλο στο στόμα. Ο δάσκαλος έβγαλε από τους σάκους που κουβαλούσε μία ράβδο χρυσού και του την έδωσε. «Φύγε τώρα. Πήγαινε στην πόλη, φτιάξε τη ζωή σου και να προσεύχεσαι στο όνομα μου τρεις φορές τη μέρα.» Ο γυμνός ευχαρίστησε με δάκρυα χαράς στα μάτια κι έφυγε τρέχοντας.
Με βροντερή φωνή ο δάσκαλος μίλησε στους τρεις ληστές. «Εσείς θα υποστείτε τιμωρία ανάλογη των εγκλημάτων σας. Δεν θα πάτε με τη γυναίκα. Θέλω τώρα να παλέψετε για μένα όσο εγώ θα πίνω το κρασί μου». Οι τρεις τους πήραν στα χέρια τους τα μαχαίρια και όρμησαν ο ένας στον άλλο. Αίμα έρεε στην κρύα άμμο. Τέλος ένας εκ των τριών επέζησε, με πληγές στο στήθος και το μέτωπο.
«Απέδειξες την πίστη σου σε μένα» είπε ο δάσκαλος. «Γλίτωσες τον κόσμο από δυο κακούργους. Είσαι πλέον ο πρώτος μου άγιος και οι δύο άλλοι οι πρώτοι μου μάρτυρες γιατί πέθαναν για μένα. Ο γυμνός θα μεταφέρει το λόγο μου στην πόλη. Ο πρώτος μου μαθητής έχει πια πεθάνει από το χτύπημα της πέτρας. Πέθανε όμως ευτυχής. Νομίζω πως έχετε πια δει παιδιά μου ότι η Πίστη μονάχα χαρά μπορεί να σου προσφέρει. Όποιος έχει αντίρρηση θέλω να μου το πει εδώ και τώρα.»
Δε μίλησε κανείς. Η Πίστη δίνει στον πιστό νόημα, λόγο για να ζει, ευτυχία, πληρότητα, απαλλαγή από αναπάντητα ερωτήματα, συγχώρεση.

Κυριακή 7 Απριλίου 2013

ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ Ρ. (ΜΕΡΟΣ 5)

ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ Ρ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5: ΤΟ ΜΕΤΑ
Ο Ρ. πέρασε μέσα από τις 4 Διαστάσεις νιώθοντας προβολές του εαυτού του να τον διαπερνούν. Μια αργή, επαναληπτική μουσική τον αγκάλιασε παιγμένη από αστέρια, γαλαξίες και άλλα διαστημικά σώματα. Περίεργο πράγμα το ταξίδι στο Χρόνο. Ανήκε στο φως ο Ρ. και το συνειδητοποιούσε καθώς επέπλεε σε κενό. Γύρω του τεράστιες φυσαλίδες ενώνονταν ή σπάγανε, μέσα σε κάποιες βρίσκονταν άνθρωποι, σε άλλες ολόκληρες πόλεις. Η ζέστη καταλάμβανε κάθε σημείο του Ρ. μέχρι που αυτός πίστευε πως πραγματικά ανήκε στο φως. Η πηγή του φωτός στην πραγματικότητα, αν υπάρχει κάτι τέτοιο, ήταν μια φυσαλίδα μέσα στην οποία επέπλεε ο Ρ. Και αυτή η φυσαλίδα ενωνόταν εκείνη τη στιγμή με μια άλλη, δύο φορές μεγαλύτερη.
Η έκρηξη που έγινε στο μυαλό του Ρ. σταμάτησε κάθε εικόνα και ήχο, τεχνικά μάλλον ήταν πνευματικά νεκρός. Η αίσθηση ήταν η ίδια με την άλλη φορά, στο Όνειρο. Η γλυκιά Ανυπαρξία. Ο Ρ. θα παραδινόταν στο κενό, η ψυχή του θα εξαϋλωνόταν και ο ίδιος θα έπαυε να Υπάρχει. Πραγματικά θα πέθαινε.
Τότε ήταν που τα αυτιά του Ρ. άρχισαν να ακούνε κελαϊδίσματα. Από αληθινά πουλιά. Και στο μάγουλό του ένιωθε υγρό γρασίδι. Είχε σώμα, άρα είχε και μάτια. Τα άνοιξε και το φως ήταν βασανιστικό. Αποφάσισε να τα κρατήσει ανοιχτά μέχρι που διέκρινε το περίγραμμα δέντρων και στη συνέχεια κτιρίων. Σηκώθηκε. Το σώμα του ήταν το ίδιο. Ακόμα και τα ρούχα του. Βάδισε προς τα δέντρα και η όρασή του αποκαταστάθηκε πλήρως. Παραπατούσε, έφτασε όμως γρήγορα στο τέλος από το μικρό δάσος και αντίκρισε ένα μακρύ, φιδίσιο δρόμο προς μια γκρίζα, περίτεχνη, τρομακτική μάζα κτηρίων. Ο Ρ. περπάτησε το δρόμο για την πόλη.
Όπως βάδιζε μέσα από την πύλη θυμήθηκε πως ο λόγος του ταξιδιού του ήταν τα Σανδάλια του Χρονοναύτη και πως βρισκόταν στο Μετά. Συγκεχυμένες εικόνες χάους κατέκλυσαν το Ρ., άδεια κατεστραμμένα τοπία, όμορφες έρημοι, κόκκινες παραλίες. Μάλλον οι κάτοικοι της πόλης ζούσαν έτσι για πάντα. Θα είχαν σίγουρα παρανοήσει! Οδηγούταν από μια εσωτερική δύναμη προς το σπίτι του Χρονοναύτη. Κατάλαβε πως είχε βρεθεί μπροστά στο σπίτι γιατί η κατάσταση σταθεροποιήθηκε σχετικά. Μπήκε τελικά ο Ρ. στο σπίτι του Χρονοναύτη που αποδείχτηκε πως ήταν ένας άδειος, γκρι, τρίγωνος χώρος, σαν εσωτερικό πυραμίδας. Περίεργο, καθώς απ' έξω φαινόταν μάλλον κυκλικό. Ο Χρονοναύτης, με μακρυά, ξανθά μαλλιά και μακρυά γενειάδα γεμάτη χρυσαφικά έβγαζε τα Σανδάλια του.
“Πρέπει να πάρω τα Σανδάλια. Όχι για μένα, δεν ενδιαφέρομαι για το τι κάνουν, είμαι απλά απεσταλμένος” πρόφερε ο Ρ. χαμηλόφωνα.
“Και θα στα δώσω Ρ. Αλλά δεν μπορείς να τα κουβαλήσεις πίσω στις Διαστάσεις σου χωρίς να τα φοράς. Δεν στα έχουν πει αυτά;” είπε ο Χρονοναύτης.
“Μάλλον όχι”.
“Αυτά τα Σανδάλια σε μεταφέρουν οπουδήποτε εσύ θες χρονικά. Τεχνικά θα γίνεις εσύ ο Χρονοναύτης. Αλλά πρέπει να πεθάνεις, αυτή τη φορά πραγματικά. Μην ανησυχείς όμως, το έχεις ξαναζήσει. Χωρικά βέβαια δεν μπορείς να ξέρεις που θα μετενσαρκωθείς”.
“Δηλαδή πρόκειται για μετενσάρκωση;”
“Όχι, αλλά δεν υπάρχει ακριβής όρος για αυτό που συμβαίνει. Φόρα τα Σανδάλια και δες μόνος σου. Χρονοναύτη”.
Και ο Ρ., τώρα πια ο Χρονοναύτης φόρεσε τα Σανδάλια.