Δευτέρα 24 Μαΐου 2021

ΑΙΩΝΕΣ

ΑΙΩΝΕΣ 

Στη λίμνη

    Στο ύψωμα πάνω από τα σκαλοπάτια, φτιαγμένα από μάρμαρο της Καρχηδόνας, η θεά Άρτεμις κοιτούσε κάτω προς τη θάλασσα που έβρεχε τις κοντινές παραλίες. Ένας ζεστός αέρας φυσούσε από το Νότο. 
    Στον ορίζοντα διέκρινε μια φιγούρα. Ένας νεαρός πολεμιστής περπατούσε κατά μήκος της ακτής. Η Άρτεμις πέταξε προς το μέρος του αόρατη, καλυμμένη από ένα στρώμα αιθέρα. Όταν τον έφτασε, η παρουσία της του έγινε αισθητή, αλλά εκείνος δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που ένιωθε. Οι άνθρωποι εκείνα τα χρόνια ήταν εξοικειωμένοι με την ύπαρξη των θεών, οπότε του πέρασε πράγματι από το μυαλό πως αυτή η παρουσία που αισθανόταν ήταν σημάδι μιας υπερβατικής οντότητας κοντά του. 
    Ο νέος λεγόταν Σωκράτης. Επρόκειτο να γίνει ο μεγαλύτερος φιλόσοφος που πέρασε από τη Γη. Αν δε σκοτωνόταν από ένα βέλος στη μάχη σε δύο μέρες από τότε. Αυτή ήταν όμως η μοίρα του και έτσι όπως ήταν πλεγμένη στο κουβάρι δεν άλλαζε πια. Ούτε με μια θεϊκή παρέμβαση. Ήθελε όμως η Άρτεμις να τον δει μια τελευταία φορά και να προσπαθήσει, έστω, να τον πείσει να εγκαταλείψει το στρατό και να σώσει τη ζωή του. 
    Ο Σωκράτης είχε πάει να προσευχηθεί στο ιερό του ναού της Ευρυνόμης και να αποτίσει φόρο τιμής στην άγνωστη αυτή θεά που συμβόλιζε την ύπαρξη. Η Ευρυνόμη, το φίδι, το αυγό, το Σύμπαν που δημιουργείται και καταστρέφεται συνεχώς. Ένιωθε οικεία εκεί, προστατευμένος από κάθε κίνδυνο και σε εσωτερική γαλήνη. Φεύγοντας από το ναό το μεσημέρι είχε αποπνικτική ζέστη και αποφάσισε να βουτήξει σε μια κοντινή λίμνη για να δροσιστεί. 
    Η Άρτεμις ακολούθησε το Σωκράτη, μέχρι που μέσα από μια συστάδα δέντρων τον είδε να βουτά γυμνός στη λίμνη. Ακούμπησε δίπλα το τόξο της (ρούχα δε φορούσε φυσικά) και πλησίασε. Εκείνος, όταν είδε τη φωτεινή σιλουέτα της να πλησιάζει, έχασε τις αισθήσεις του, με αποτέλεσμα να βουλιάξει στο ήρεμο νερό. Εκείνη τον σήκωσε και τον έσυρε μέχρι την ακτή. 
    Όταν ο Σωκράτης συνήρθε, είδε δίπλα του την Άρτεμη να τον κοιτά με μάτια διαπεραστικά. Ανασηκώθηκε. 
    «Τι συνέβη;» 
    «Παραλίγο να πεθάνεις θνητέ.» 
    «Ποιά είσαι;» 
    «Εσύ ποια νομίζεις πως είμαι;» 
    «Η...Ευρυνόμη;» 
    «Τι;! Η ποιά; Ποιά είναι αυτή, δεν την ξέρω.» 
    «Τότε ποιά είσαι;» 
    «Είμαι η Άρτεμις, θεά του κυνηγιού και η ομορφότερη των θεών του Ολύμπου. Σήκωσε τα μάτια σου θνητέ. Στέκομαι μπροστά σου γυμνή από επιλογή δική μου.» 
    «Βρίσκομαι σε όνειρο; Σε τι ύπνο βαθή, σε τι λήθη συναντά κανείς μπροστά του τη θεά να τον κοιτά στα μάτια;» 
    «Κάθε φορά τα ίδια... Όχι, είμαι αληθινή, είσαι ξύπνιος, αν και μάλλον όχι αρκετά. Δεν θα ζούσες να πεις την ιστορία σου αν δεν το ήθελα. Θα μπορούσα να σου ρίξω ένα βέλος στην καρδιά και να πεθάνεις έτσι, αυτή τη στιγμή. Θα το ήθελες αυτό;» 
    «Όχι! Θέλω να ζήσω!» «Τότε μην πας στη μάχη σε δύο μέρες από τώρα.» 
    «Ποια μάχη;» 
    «Ο στρατός σου θα πολεμήσει. Θα νικήσετε, αλλά ένας Καρχηδόνιος που θα νομίζετε νεκρό θα σου ρίξει ένα βέλος στο λαιμό καθώς θα φεύγετε από το πεδίο της μάχης.» 
    «Ε τότε ανάθεμα! Δεν πάω κι ας με πουν λιποτάκτη... Τι να κάνω όμως Άρτεμη, θεά του κυνηγιού, ομορφότερη των θεών του Ολύμπου;» 
    Η Άρτεμις δεν απάντησε. Τον ξάπλωσε στο γρασίδι και τον φίλησε στο στόμα. Ανέβηκε πάνω του και κάναν έρωτα μέχρι το ηλιοβασίλεμα που τους πήρε ο ύπνος. Μέσα στην πιο σκοτεινή ώρα της νύχτας ξύπνησε ο Σωκράτης από μεταλλικούς ήχους και καλπασμό αλόγων. Άπλωσε το χέρι δίπλα του αλλά η Άρτεμις δεν ήταν πια εκεί. Μέσα από τα δέντρα ξεπρόβαλλε η μορφή του Αλκιβιάδη. 
     «Εδώ είσαι; Και σ’έψαχνα όλη μέρα!» 
    «Αλκιβιάδη! Δε θα το πιστέψεις! Κοιμήθηκα με τη θεά Άρτεμη!» 
    «Δεν πιστεύω να ήπιες πάλι από εκείνο το φλασκί του Κυκεώνα που κρύβω στη σκηνή μου; Άντε σήκω, μας περιμένουν στο μονοπάτι.» 
    «Δεν μπορώ να έρθω Αλκιβιάδη. Η θεά μου το είπε, αν έρθω θα πεθάνω.» 
    «Αν δεν έρθεις πάλι θα πεθάνεις. Ο στρατηγός θα στείλει να σε βρουν άυριο πρωί-πρωί και ξέρεις τι παθαίνει όποιος λιποτάκτης πέφτει στα χέρια του. Και εκτός αυτού, θα σε σκοτώσω εγώ πρώτος αν πας να κάνεις κάτι τέτοιο.» 
    «Ε, αν είναι έτσι θα έρθω τότε. Πάμε...» 
    Αυτά τα λόγια είπε ο Σωκράτης και μάζεψε τον εξοπλισμό του, ντύθηκε και ξεκίνησε με τον Αλκιβιάδη να βρει το λόχο. Το μυαλό του, όμως, δε σταματούσε να δουλεύει και το βασικό δίλημμα ήταν: να βρει ένα τρόπο να ξεφύγει πριν φτάσει στη μάχη ή να πολεμήσει αλλά να έχει μονίμως το νου του στους νεκρούς Καρχηδόνιους; Δεν μπορούσε να αποφασίσει. Ο χρόνος θα έδειχνε. 


Στον κήπο 

    Η Νταϊάν σήκωσε το βλέμμα της και είδε τις γάτες να ξαπλώνουν νωχελικά στον ηλιόλουστο κήπο. Ήπιε μια γουλιά από το τσάι της και άνοιξε την ομπρέλα πάνω από το κεφάλι της. Σήμερα ήταν μια πολύ βαρετή μέρα. Θα προτιμούσε να βρίσκεται στο δεντρόσπιτό της και να διαβάζει το βιβλίο της ανέμελη. Αντί γι’αυτό, είχε υποχρεωθεί να υπομείνει την επίσκεψη της οικογένειας της θείας της, που συνοδευόταν όπως πάντα από ένα ολόκληρο επιτελείο ανθρώπων που την υπηρετούσε, πράγμα περιττό για τη Νταϊάν που επιθυμούσε όλοι οι άνθρωποι να είναι ελεύθεροι να κάνουν ό,τι θέλουν. 
    Μέσα στο ασυνάρτητο τσούρμο ανθρώπινου δυναμικού που ακολουθούσε τη θεία, βρισκόταν κι ένα παιδί, ο γιος ενός Έλληνα εμπόρου που ζούσε χρόνια στο Λονδίνο. Τον έλεγαν Σωκράτη και ήταν δέκα χρονών, η Νταϊάν τον περνούσε πέντε χρόνια. Ο μικρός της είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον σε μια συζήτηση με τις σπάνιες ιδέες του περί αλήθειας και δικαιοσύνης, ήταν σαν να είχε διαβάσει περισσότερο κι από τους δασκάλους της κι ας ήταν μόνο ένας αυλικός. Ήταν όμορφος αλλά ένα παιδί ακόμα και στη Νταϊάν άρεσαν μεγαλύτεροι άντρες, όπως ο Έντουαρντ, ο θείος της. Και τι δε θα ‘δινε να περάσει δέκα λεπτά μόνη μαζί του. Ο θείος της όμως είχε μάτια μόνο για την αυταρχική θεία και φυσικά για τα χρήματά και τις επιχειρήσεις του. 
    Σε αυτό το αμήχανο περιβάλλον, η Νταϊάν στράφηκε στο Σωκράτη για να διασκεδάσει τη βαρεμάρα της. Ήπιαν πολύ τσάι και συζήτησαν για τη φύση του λόγου, για την τέχνη, για το πως όλα έχουν κάτι να πουν και αυτό που χρειάζεται να κάνεις είναι να σταθείς και να δεχθείς το περιεχόμενό τους αυτούσιο και μόνο τότε να πεις πως ζεις πραγματικά και όχι σε μια πλάνη των αισθήσεων, φτιαγμένη για να σε παρασύρει υπνωτικά στον πνευματικό θάνατο και στην αιώνια μοναξιά. 
    Υπάρχει όμως και ένα σημείο που ακόμα και οι πιο ενδιαφέρουσες, οι πιο ρέουσες συζητήσεις τελματώνουν και εκεί έρχεται η ώρα για πράξεις. Η Νταϊάν τότε σκέφτηκε, ας ζήσω και μια περιπέτεια σήμερα. Δε με νοιάζει αν θα με πει ανάγωγη η θεία μου ή αν η μάνα μου με βάλει να μαγειρεύω κάθε μέρα. 
    «Σήκω Σωκράτη. Πάμε στο δεντρόσπιτο.» 
    Δεν ήθελε και πολύ ο Σωκράτης, αιθεροβάμων καθώς ήταν, οι ευθύνες δεν πιάναν και πολύ χώρο στο κεφάλι του. Δεν είχε στόχους, επιδιώξεις, είχε μόνο μια γενικότερη αντίληψη για το σωστό και το λάθος και σίγουρα το να πας σε ένα δεντρόσπιτο δεν αποτελούσε λάθος στην κρίση του. Η μέρα όμως έμελλε να φέρει μεγαλύτερες ανατροπές στις ζωές τους. 
    Ο δρόμος για το δεντρόσπιτο ήταν δροσερός, κάτω από τη σκιά των πεύκων. Δέσμες ηλιακού φωτός διαπερνούσαν τα πυκνά φυλλώματα εδώ κι εκεί, σκορπίζοντας τη μαγική τους υφή στο πράσινο μονοπάτι. Το δεντρόσπιτο ήταν αρκετά ψηλά, η σκάλα του ήταν αμφίβολης κατασκευής, αλλά κατάφεραν να ανέβουν σχετικά εύκολα. Φτάσαν στην κορυφή και πέσανε στο πάτωμα, γελώντας με την παραδοξότητα των γεγονότων και πώς ο γιος ενός εκπατρισμένου εμπόρου κρυβόταν σε ένα δεντρόσπιτο «με την κόρη μιας οικογένειας ευγενών, γενιά σταυροφόρων ιπποτών, με πλούσια περιουσία και κάστρα στη Σκωτία». Η Νταϊάν έβγαλε ένα κομμάτι τούρτα που είχε τυλίξει στο φόρεμά της. Το έφαγαν με λαιμαργία. 
    Πίσω στο σπίτι όμως τα πράγματα δεν έδειχναν καλά. Η οικογένεια είχε δεχθεί κι άλλες επισκέψεις. Ο εραστής της θείας της, γνωστός ως Κόμης του Νιουκάστλ, με τη συμμορία του από μεθυσμένους ναύτες, παρανόμους και σοσιαλιστές, εισέβαλλαν εν εξάλλω στον κήπο. Ένας απ’αυτούς, ο γηραιότερος, πυροβόλησε στον αέρα, αλλά η σφαίρα χτύπησε τη γωνία της σκεπής και ένα κεραμίδι έπεσε και χτύπησε το θείο Έντουαρντ στο κεφάλι. Αίματα τρέξανε ποτάμι, η θεία ούρλιαξε, χαμός στο σπίτι. Οι γάτες μείναν στις θέσεις τους και κοιτούσαν αδιάφορα τις εξελίξεις. 
    «Αγαπημένη μου! Έλα μαζί μου! Αυτός ο κόσμος θα καεί απ’τα θεμέλια, έλα να ζήσουμε στην επανάσταση, κάτω από τα συντρίμμια των αστών θα φτιάξουμε την ουτοπία μας!» 
    «Είσαι τρελός; Σκοτώσατε τον άντρα μου! Ω θεοί...» 
    Και σ’ενα κύμα συλλογικής μανίας, οι άντρες του Κόμη σκότωσαν τους οικοδεσπότες τους έναν προς έναν, άλλους τους πυροβόλησαν, άλλους τους μαχαίρωσαν, άλλους τους κρέμασαν στα πεύκα. Γελώντας και βρίζοντας φύγανε απ’το σπίτι και κίνησαν προς το κρυσφήγετό τους, όλοι εκτός από τον Κόμη. Μόνο του, γονατισμένο δίπλα στο άψυχο σώμα της θείας της Νταϊάν, τον βρήκαν τα παιδιά όταν γύρισαν στο σπίτι το σούρουπο. 


Στο εμπορικό και πέρα 

    Ο Σωκράτης και η Νταϊάν. Diane and Socrates. Πάντα ένας, ποτέ ο άλλος. Παζλ που ξαναφτιάχνεται από άλλο υλικό, μια από χαρτί, μια από pixels, μια από ολογράμματα. Βαδίζοντας στο μηδενικό πεδίο αδειάζω χωρικά και αντιστρέφω τις ροπές των δυνάμεων. Μια κερδίζει το νετρίνο, μια κερδίζει το quark.
    Δεν υπάρχει σφάλμα σε αυτή την υφέρπουσα διεργασία, μόνο ένα αποτύπωμα, ένα token, μόνο του σε μια γωνία του κώδικα, σκλάβος στο ντετερμινιστικό σύστημα. Στρόβιλοι από ηλεκτρικό ρεύμα παρασέρνουν πλακέτες και κυκλώματα, το ενεργειακό φορτίο ανεβαίνει. Αν μια συνείδηση μπορεί να αποθηκευτεί στην ύλη, τότε μπορούμε να αποθηκεύσουμε ολόκληρη την ανθρωπότητα σε ένα σκληρό δίσκο. Αλλά πρόσεξε μην τον χάσεις. 
    Τα μάτια τους κοιτάζαν προς τα μέσα. Γι’αυτό δεν είδαν ο ένας τον άλλο στην πλατφόρμα του εμπορικού, κάτω από λάμπες φθορίου και ανάμεσα στις φθηνές κυλιόμενες σκάλες που θυμίζουν μηχανή του ξυρίσματος. Ο αέρας θέριζε έξω, φορούσαν τα ηλεκτρομαγνητικά παλτό τους και περίμεναν το θάλαμο διακτινισμού να εμφανιστεί. Λειτουργούσε κάπως σαν ασανσέρ. Αλλά ήταν διάφανο και πράσινο. 
    Η φωνή μιλούσε μέσα σου. Έμοιαζε με ένα πολυεπίπεδο άθροισμα διαφορετικών φωνών ή της ίδιας περασμένης μέσα από φίλτρα και παραμορφώσεις, ήταν ας πούμε σαν πολύχρωμη σανίδα ή κάπως σαν φωσφοριζέ τούρτα. Τη διαφάνεια του χώρου διέκοψε το πράσινο ασανσέρ, τους κάλυψε και μια δίνη έβαλε το μηχανισμό σε τροχιά μέχρι που εξερράγη. Τα κομμάτια του ανασυντέθηκαν σε ένα μέρος πολύ μακριά, σε μια γειτονιά με δικέφαλες γάτες, αν μπορούσες να τις πεις γάτες (πάντως σίγουρα το πιο κοντινό γνωστό σε μας ζώο είναι οι γάτες) και γκρεμισμένα τσιμεντένια κτήρια. Από τις οθόνες και τα ηχεία έπαιζε το διάγγελμα του Γαλαξιάρχη του Ο-Β15. Αλλά δεν ήταν μεταφρασμένο για κάποιο λόγο. Φαινόταν ανήσυχος. 
    «Πρόσεξε!» πήγε να φωνάξει η Νταϊάν στο Σωκράτη. «Οι φρουροί εδώ εκτελούν όποιον δεν έχει αρκετά tokens. Δεν αστειεύονται!» Αλλά δεν την κατάλαβε ο Σωκράτης, είχε μείνει κουφός από μια τρομοκρατική επίθεση στη Γήινη πρεσβεία πριν από μερικά χρόνια. Κατάλαβε όμως τα νεύματα και η κινησιολογία ήταν ξεκάθαρη. Υπάρχει πρόβλημα. Αλλά τι του έδειχνε η κοπέλα; 
    Εκείνη ήταν Μάντης. Έτσι λέγαν όσους είχαν επέμβει χειρουργικά στον εγκέφαλό τους για αυξημένη διαίσθηση, ήταν από τις πιο συνηθισμένες τροποποιήσεις. Προσπαθούσε να αφουγκραστεί το μέλλον του Σωκράτη αλλά δεχόταν παρεμβολές: 
    «Θα χάσουμε το τρένο.» 
    «Αυτή η σαμπρέλα ξεφούσκωσε.» 
    «Έχω χέρια;». 
    Τι έμενε λοιπόν στη Νταϊάν να κάνει για να εξηγήσει στο Σωκράτη ότι χρειαζόταν χέρια; Του έστειλε αιθερική σκόνη από το εξάρτημα στο κούμπωμα του μανικιού του παλτό της. Ο Σωκράτης πάγωσε, αιωρήθηκε και άρχιζε να εξαϋλώνεται. «Γαμώτο! Πως κλείνει;» σκεφτόταν πανικόβλητη. Εκείνος άρχισε να δονείται σπασμωδικά όλο και πιο βίαια. «Όχι, όχι. Σκατά!». Η Νταϊάν δοκίμαζε όλα τα κουμπιά τυχαία ελπίζοντας να το κλείσει. Όχι μόνο δεν τα κατάφερε, αλλά άρχισε κι αυτή να παθαίνει το ίδιο. Οι δυό τους ερχόντουσαν όλο και πιο κοντά μέχρι που γίναν μια μικρή σφαίρα στη μέση ενός χλωμού φωτοστέφανου. Ήταν πια Δορυφόρος του Φεγγαριού.