Δευτέρα 24 Μαΐου 2021

ΑΙΩΝΕΣ

ΑΙΩΝΕΣ 

Στη λίμνη

    Στο ύψωμα πάνω από τα σκαλοπάτια, φτιαγμένα από μάρμαρο της Καρχηδόνας, η θεά Άρτεμις κοιτούσε κάτω προς τη θάλασσα που έβρεχε τις κοντινές παραλίες. Ένας ζεστός αέρας φυσούσε από το Νότο. 
    Στον ορίζοντα διέκρινε μια φιγούρα. Ένας νεαρός πολεμιστής περπατούσε κατά μήκος της ακτής. Η Άρτεμις πέταξε προς το μέρος του αόρατη, καλυμμένη από ένα στρώμα αιθέρα. Όταν τον έφτασε, η παρουσία της του έγινε αισθητή, αλλά εκείνος δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που ένιωθε. Οι άνθρωποι εκείνα τα χρόνια ήταν εξοικειωμένοι με την ύπαρξη των θεών, οπότε του πέρασε πράγματι από το μυαλό πως αυτή η παρουσία που αισθανόταν ήταν σημάδι μιας υπερβατικής οντότητας κοντά του. 
    Ο νέος λεγόταν Σωκράτης. Επρόκειτο να γίνει ο μεγαλύτερος φιλόσοφος που πέρασε από τη Γη. Αν δε σκοτωνόταν από ένα βέλος στη μάχη σε δύο μέρες από τότε. Αυτή ήταν όμως η μοίρα του και έτσι όπως ήταν πλεγμένη στο κουβάρι δεν άλλαζε πια. Ούτε με μια θεϊκή παρέμβαση. Ήθελε όμως η Άρτεμις να τον δει μια τελευταία φορά και να προσπαθήσει, έστω, να τον πείσει να εγκαταλείψει το στρατό και να σώσει τη ζωή του. 
    Ο Σωκράτης είχε πάει να προσευχηθεί στο ιερό του ναού της Ευρυνόμης και να αποτίσει φόρο τιμής στην άγνωστη αυτή θεά που συμβόλιζε την ύπαρξη. Η Ευρυνόμη, το φίδι, το αυγό, το Σύμπαν που δημιουργείται και καταστρέφεται συνεχώς. Ένιωθε οικεία εκεί, προστατευμένος από κάθε κίνδυνο και σε εσωτερική γαλήνη. Φεύγοντας από το ναό το μεσημέρι είχε αποπνικτική ζέστη και αποφάσισε να βουτήξει σε μια κοντινή λίμνη για να δροσιστεί. 
    Η Άρτεμις ακολούθησε το Σωκράτη, μέχρι που μέσα από μια συστάδα δέντρων τον είδε να βουτά γυμνός στη λίμνη. Ακούμπησε δίπλα το τόξο της (ρούχα δε φορούσε φυσικά) και πλησίασε. Εκείνος, όταν είδε τη φωτεινή σιλουέτα της να πλησιάζει, έχασε τις αισθήσεις του, με αποτέλεσμα να βουλιάξει στο ήρεμο νερό. Εκείνη τον σήκωσε και τον έσυρε μέχρι την ακτή. 
    Όταν ο Σωκράτης συνήρθε, είδε δίπλα του την Άρτεμη να τον κοιτά με μάτια διαπεραστικά. Ανασηκώθηκε. 
    «Τι συνέβη;» 
    «Παραλίγο να πεθάνεις θνητέ.» 
    «Ποιά είσαι;» 
    «Εσύ ποια νομίζεις πως είμαι;» 
    «Η...Ευρυνόμη;» 
    «Τι;! Η ποιά; Ποιά είναι αυτή, δεν την ξέρω.» 
    «Τότε ποιά είσαι;» 
    «Είμαι η Άρτεμις, θεά του κυνηγιού και η ομορφότερη των θεών του Ολύμπου. Σήκωσε τα μάτια σου θνητέ. Στέκομαι μπροστά σου γυμνή από επιλογή δική μου.» 
    «Βρίσκομαι σε όνειρο; Σε τι ύπνο βαθή, σε τι λήθη συναντά κανείς μπροστά του τη θεά να τον κοιτά στα μάτια;» 
    «Κάθε φορά τα ίδια... Όχι, είμαι αληθινή, είσαι ξύπνιος, αν και μάλλον όχι αρκετά. Δεν θα ζούσες να πεις την ιστορία σου αν δεν το ήθελα. Θα μπορούσα να σου ρίξω ένα βέλος στην καρδιά και να πεθάνεις έτσι, αυτή τη στιγμή. Θα το ήθελες αυτό;» 
    «Όχι! Θέλω να ζήσω!» «Τότε μην πας στη μάχη σε δύο μέρες από τώρα.» 
    «Ποια μάχη;» 
    «Ο στρατός σου θα πολεμήσει. Θα νικήσετε, αλλά ένας Καρχηδόνιος που θα νομίζετε νεκρό θα σου ρίξει ένα βέλος στο λαιμό καθώς θα φεύγετε από το πεδίο της μάχης.» 
    «Ε τότε ανάθεμα! Δεν πάω κι ας με πουν λιποτάκτη... Τι να κάνω όμως Άρτεμη, θεά του κυνηγιού, ομορφότερη των θεών του Ολύμπου;» 
    Η Άρτεμις δεν απάντησε. Τον ξάπλωσε στο γρασίδι και τον φίλησε στο στόμα. Ανέβηκε πάνω του και κάναν έρωτα μέχρι το ηλιοβασίλεμα που τους πήρε ο ύπνος. Μέσα στην πιο σκοτεινή ώρα της νύχτας ξύπνησε ο Σωκράτης από μεταλλικούς ήχους και καλπασμό αλόγων. Άπλωσε το χέρι δίπλα του αλλά η Άρτεμις δεν ήταν πια εκεί. Μέσα από τα δέντρα ξεπρόβαλλε η μορφή του Αλκιβιάδη. 
     «Εδώ είσαι; Και σ’έψαχνα όλη μέρα!» 
    «Αλκιβιάδη! Δε θα το πιστέψεις! Κοιμήθηκα με τη θεά Άρτεμη!» 
    «Δεν πιστεύω να ήπιες πάλι από εκείνο το φλασκί του Κυκεώνα που κρύβω στη σκηνή μου; Άντε σήκω, μας περιμένουν στο μονοπάτι.» 
    «Δεν μπορώ να έρθω Αλκιβιάδη. Η θεά μου το είπε, αν έρθω θα πεθάνω.» 
    «Αν δεν έρθεις πάλι θα πεθάνεις. Ο στρατηγός θα στείλει να σε βρουν άυριο πρωί-πρωί και ξέρεις τι παθαίνει όποιος λιποτάκτης πέφτει στα χέρια του. Και εκτός αυτού, θα σε σκοτώσω εγώ πρώτος αν πας να κάνεις κάτι τέτοιο.» 
    «Ε, αν είναι έτσι θα έρθω τότε. Πάμε...» 
    Αυτά τα λόγια είπε ο Σωκράτης και μάζεψε τον εξοπλισμό του, ντύθηκε και ξεκίνησε με τον Αλκιβιάδη να βρει το λόχο. Το μυαλό του, όμως, δε σταματούσε να δουλεύει και το βασικό δίλημμα ήταν: να βρει ένα τρόπο να ξεφύγει πριν φτάσει στη μάχη ή να πολεμήσει αλλά να έχει μονίμως το νου του στους νεκρούς Καρχηδόνιους; Δεν μπορούσε να αποφασίσει. Ο χρόνος θα έδειχνε. 


Στον κήπο 

    Η Νταϊάν σήκωσε το βλέμμα της και είδε τις γάτες να ξαπλώνουν νωχελικά στον ηλιόλουστο κήπο. Ήπιε μια γουλιά από το τσάι της και άνοιξε την ομπρέλα πάνω από το κεφάλι της. Σήμερα ήταν μια πολύ βαρετή μέρα. Θα προτιμούσε να βρίσκεται στο δεντρόσπιτό της και να διαβάζει το βιβλίο της ανέμελη. Αντί γι’αυτό, είχε υποχρεωθεί να υπομείνει την επίσκεψη της οικογένειας της θείας της, που συνοδευόταν όπως πάντα από ένα ολόκληρο επιτελείο ανθρώπων που την υπηρετούσε, πράγμα περιττό για τη Νταϊάν που επιθυμούσε όλοι οι άνθρωποι να είναι ελεύθεροι να κάνουν ό,τι θέλουν. 
    Μέσα στο ασυνάρτητο τσούρμο ανθρώπινου δυναμικού που ακολουθούσε τη θεία, βρισκόταν κι ένα παιδί, ο γιος ενός Έλληνα εμπόρου που ζούσε χρόνια στο Λονδίνο. Τον έλεγαν Σωκράτη και ήταν δέκα χρονών, η Νταϊάν τον περνούσε πέντε χρόνια. Ο μικρός της είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον σε μια συζήτηση με τις σπάνιες ιδέες του περί αλήθειας και δικαιοσύνης, ήταν σαν να είχε διαβάσει περισσότερο κι από τους δασκάλους της κι ας ήταν μόνο ένας αυλικός. Ήταν όμορφος αλλά ένα παιδί ακόμα και στη Νταϊάν άρεσαν μεγαλύτεροι άντρες, όπως ο Έντουαρντ, ο θείος της. Και τι δε θα ‘δινε να περάσει δέκα λεπτά μόνη μαζί του. Ο θείος της όμως είχε μάτια μόνο για την αυταρχική θεία και φυσικά για τα χρήματά και τις επιχειρήσεις του. 
    Σε αυτό το αμήχανο περιβάλλον, η Νταϊάν στράφηκε στο Σωκράτη για να διασκεδάσει τη βαρεμάρα της. Ήπιαν πολύ τσάι και συζήτησαν για τη φύση του λόγου, για την τέχνη, για το πως όλα έχουν κάτι να πουν και αυτό που χρειάζεται να κάνεις είναι να σταθείς και να δεχθείς το περιεχόμενό τους αυτούσιο και μόνο τότε να πεις πως ζεις πραγματικά και όχι σε μια πλάνη των αισθήσεων, φτιαγμένη για να σε παρασύρει υπνωτικά στον πνευματικό θάνατο και στην αιώνια μοναξιά. 
    Υπάρχει όμως και ένα σημείο που ακόμα και οι πιο ενδιαφέρουσες, οι πιο ρέουσες συζητήσεις τελματώνουν και εκεί έρχεται η ώρα για πράξεις. Η Νταϊάν τότε σκέφτηκε, ας ζήσω και μια περιπέτεια σήμερα. Δε με νοιάζει αν θα με πει ανάγωγη η θεία μου ή αν η μάνα μου με βάλει να μαγειρεύω κάθε μέρα. 
    «Σήκω Σωκράτη. Πάμε στο δεντρόσπιτο.» 
    Δεν ήθελε και πολύ ο Σωκράτης, αιθεροβάμων καθώς ήταν, οι ευθύνες δεν πιάναν και πολύ χώρο στο κεφάλι του. Δεν είχε στόχους, επιδιώξεις, είχε μόνο μια γενικότερη αντίληψη για το σωστό και το λάθος και σίγουρα το να πας σε ένα δεντρόσπιτο δεν αποτελούσε λάθος στην κρίση του. Η μέρα όμως έμελλε να φέρει μεγαλύτερες ανατροπές στις ζωές τους. 
    Ο δρόμος για το δεντρόσπιτο ήταν δροσερός, κάτω από τη σκιά των πεύκων. Δέσμες ηλιακού φωτός διαπερνούσαν τα πυκνά φυλλώματα εδώ κι εκεί, σκορπίζοντας τη μαγική τους υφή στο πράσινο μονοπάτι. Το δεντρόσπιτο ήταν αρκετά ψηλά, η σκάλα του ήταν αμφίβολης κατασκευής, αλλά κατάφεραν να ανέβουν σχετικά εύκολα. Φτάσαν στην κορυφή και πέσανε στο πάτωμα, γελώντας με την παραδοξότητα των γεγονότων και πώς ο γιος ενός εκπατρισμένου εμπόρου κρυβόταν σε ένα δεντρόσπιτο «με την κόρη μιας οικογένειας ευγενών, γενιά σταυροφόρων ιπποτών, με πλούσια περιουσία και κάστρα στη Σκωτία». Η Νταϊάν έβγαλε ένα κομμάτι τούρτα που είχε τυλίξει στο φόρεμά της. Το έφαγαν με λαιμαργία. 
    Πίσω στο σπίτι όμως τα πράγματα δεν έδειχναν καλά. Η οικογένεια είχε δεχθεί κι άλλες επισκέψεις. Ο εραστής της θείας της, γνωστός ως Κόμης του Νιουκάστλ, με τη συμμορία του από μεθυσμένους ναύτες, παρανόμους και σοσιαλιστές, εισέβαλλαν εν εξάλλω στον κήπο. Ένας απ’αυτούς, ο γηραιότερος, πυροβόλησε στον αέρα, αλλά η σφαίρα χτύπησε τη γωνία της σκεπής και ένα κεραμίδι έπεσε και χτύπησε το θείο Έντουαρντ στο κεφάλι. Αίματα τρέξανε ποτάμι, η θεία ούρλιαξε, χαμός στο σπίτι. Οι γάτες μείναν στις θέσεις τους και κοιτούσαν αδιάφορα τις εξελίξεις. 
    «Αγαπημένη μου! Έλα μαζί μου! Αυτός ο κόσμος θα καεί απ’τα θεμέλια, έλα να ζήσουμε στην επανάσταση, κάτω από τα συντρίμμια των αστών θα φτιάξουμε την ουτοπία μας!» 
    «Είσαι τρελός; Σκοτώσατε τον άντρα μου! Ω θεοί...» 
    Και σ’ενα κύμα συλλογικής μανίας, οι άντρες του Κόμη σκότωσαν τους οικοδεσπότες τους έναν προς έναν, άλλους τους πυροβόλησαν, άλλους τους μαχαίρωσαν, άλλους τους κρέμασαν στα πεύκα. Γελώντας και βρίζοντας φύγανε απ’το σπίτι και κίνησαν προς το κρυσφήγετό τους, όλοι εκτός από τον Κόμη. Μόνο του, γονατισμένο δίπλα στο άψυχο σώμα της θείας της Νταϊάν, τον βρήκαν τα παιδιά όταν γύρισαν στο σπίτι το σούρουπο. 


Στο εμπορικό και πέρα 

    Ο Σωκράτης και η Νταϊάν. Diane and Socrates. Πάντα ένας, ποτέ ο άλλος. Παζλ που ξαναφτιάχνεται από άλλο υλικό, μια από χαρτί, μια από pixels, μια από ολογράμματα. Βαδίζοντας στο μηδενικό πεδίο αδειάζω χωρικά και αντιστρέφω τις ροπές των δυνάμεων. Μια κερδίζει το νετρίνο, μια κερδίζει το quark.
    Δεν υπάρχει σφάλμα σε αυτή την υφέρπουσα διεργασία, μόνο ένα αποτύπωμα, ένα token, μόνο του σε μια γωνία του κώδικα, σκλάβος στο ντετερμινιστικό σύστημα. Στρόβιλοι από ηλεκτρικό ρεύμα παρασέρνουν πλακέτες και κυκλώματα, το ενεργειακό φορτίο ανεβαίνει. Αν μια συνείδηση μπορεί να αποθηκευτεί στην ύλη, τότε μπορούμε να αποθηκεύσουμε ολόκληρη την ανθρωπότητα σε ένα σκληρό δίσκο. Αλλά πρόσεξε μην τον χάσεις. 
    Τα μάτια τους κοιτάζαν προς τα μέσα. Γι’αυτό δεν είδαν ο ένας τον άλλο στην πλατφόρμα του εμπορικού, κάτω από λάμπες φθορίου και ανάμεσα στις φθηνές κυλιόμενες σκάλες που θυμίζουν μηχανή του ξυρίσματος. Ο αέρας θέριζε έξω, φορούσαν τα ηλεκτρομαγνητικά παλτό τους και περίμεναν το θάλαμο διακτινισμού να εμφανιστεί. Λειτουργούσε κάπως σαν ασανσέρ. Αλλά ήταν διάφανο και πράσινο. 
    Η φωνή μιλούσε μέσα σου. Έμοιαζε με ένα πολυεπίπεδο άθροισμα διαφορετικών φωνών ή της ίδιας περασμένης μέσα από φίλτρα και παραμορφώσεις, ήταν ας πούμε σαν πολύχρωμη σανίδα ή κάπως σαν φωσφοριζέ τούρτα. Τη διαφάνεια του χώρου διέκοψε το πράσινο ασανσέρ, τους κάλυψε και μια δίνη έβαλε το μηχανισμό σε τροχιά μέχρι που εξερράγη. Τα κομμάτια του ανασυντέθηκαν σε ένα μέρος πολύ μακριά, σε μια γειτονιά με δικέφαλες γάτες, αν μπορούσες να τις πεις γάτες (πάντως σίγουρα το πιο κοντινό γνωστό σε μας ζώο είναι οι γάτες) και γκρεμισμένα τσιμεντένια κτήρια. Από τις οθόνες και τα ηχεία έπαιζε το διάγγελμα του Γαλαξιάρχη του Ο-Β15. Αλλά δεν ήταν μεταφρασμένο για κάποιο λόγο. Φαινόταν ανήσυχος. 
    «Πρόσεξε!» πήγε να φωνάξει η Νταϊάν στο Σωκράτη. «Οι φρουροί εδώ εκτελούν όποιον δεν έχει αρκετά tokens. Δεν αστειεύονται!» Αλλά δεν την κατάλαβε ο Σωκράτης, είχε μείνει κουφός από μια τρομοκρατική επίθεση στη Γήινη πρεσβεία πριν από μερικά χρόνια. Κατάλαβε όμως τα νεύματα και η κινησιολογία ήταν ξεκάθαρη. Υπάρχει πρόβλημα. Αλλά τι του έδειχνε η κοπέλα; 
    Εκείνη ήταν Μάντης. Έτσι λέγαν όσους είχαν επέμβει χειρουργικά στον εγκέφαλό τους για αυξημένη διαίσθηση, ήταν από τις πιο συνηθισμένες τροποποιήσεις. Προσπαθούσε να αφουγκραστεί το μέλλον του Σωκράτη αλλά δεχόταν παρεμβολές: 
    «Θα χάσουμε το τρένο.» 
    «Αυτή η σαμπρέλα ξεφούσκωσε.» 
    «Έχω χέρια;». 
    Τι έμενε λοιπόν στη Νταϊάν να κάνει για να εξηγήσει στο Σωκράτη ότι χρειαζόταν χέρια; Του έστειλε αιθερική σκόνη από το εξάρτημα στο κούμπωμα του μανικιού του παλτό της. Ο Σωκράτης πάγωσε, αιωρήθηκε και άρχιζε να εξαϋλώνεται. «Γαμώτο! Πως κλείνει;» σκεφτόταν πανικόβλητη. Εκείνος άρχισε να δονείται σπασμωδικά όλο και πιο βίαια. «Όχι, όχι. Σκατά!». Η Νταϊάν δοκίμαζε όλα τα κουμπιά τυχαία ελπίζοντας να το κλείσει. Όχι μόνο δεν τα κατάφερε, αλλά άρχισε κι αυτή να παθαίνει το ίδιο. Οι δυό τους ερχόντουσαν όλο και πιο κοντά μέχρι που γίναν μια μικρή σφαίρα στη μέση ενός χλωμού φωτοστέφανου. Ήταν πια Δορυφόρος του Φεγγαριού.













Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2015

ΩΚΕΑΝΟΣ

ΩΚΕΑΝΟΣ

Μια απρόσμενη ιστορία του Ρ.

Σε απόλυτη διαύγεια βρισκόταν ο Ρ. όταν η ρόδινη αυγή τον χάιδεψε με το μαλακό της δέρμα μέχρι που όλα γύρω του γίναν γυαλιστερά. Μια ασημένια λάμψη αντανακλούσε στην επιφάνεια των λουλουδιών και όλα βγάζαν μια τόσο, μα τόσο ροζ μυρωδιά. Περπάτησε στα πράσινα λιβάδια με γυμνά πόδια και τα πόδια του βγάλανε κι αυτά λουλούδια μέχρι που καλύφθηκε μέχρι πάνω με λουλούδια στο χρώμα του ανατέλλοντος ηλίου.
            Τα σύννεφα συνέθεταν ανάγλυφα μοτίβα που μόνο με τις κρυφές αισθήσεις γινόντουσαν απτά. Ο Ρ. είχε μαθητεύσει κοντά στους καλύτερους. Ακόμα οι Γέροντες του δίναν την Αμφίβια Κάλτσα κάθε χρόνο ως ανταμοιβή για τα φανταστικά του κατορθώματα (πραγματικά φανταστικά!) στην Οριοθεσία.
            Πράγματι ο Ρ. ήξερε πολύ καλά να Οριοθετεί. Μπορούσε εύκολα να διακρίνει ένα σχήμα όταν αυτό χαρασόταν στον αμφιβληστροειδή του. Για παράδειγμα, ένα τραπέζι το αναγνώριζε εύκολα. Μερικές φορές όταν η τύχη τον ευνοούσε διέκρινε και κάποια ημι-υλικά όντα με παράξενες ιδιότητες. Όλα τους είχαν το ίδιο φωσφορίζον σημείο στον πυρήνα τους. Αρκεί ένα σημείο για να υπάρχεις, απ’ ότι φαίνεται.
            Ο Ρ. συχνά παρασερνόταν από φλογερές σκέψεις γεμάτες γλυκές ενθυμήσεις και τραγικά τέλη. Όποτε συνέβαινε αυτό έχανε κάθε έλεγχο. Ακόμα και στην Οριοθεσία δεν μπορούσε να δώσει τον καλύτερο του εαυτό. Κι αυτό γιατί, για να Οριοθετήσεις πρέπει να έχεις έστω μια μικρή γνώση για το μέλλον. Κι αν όχι γνώση, τουλάχιστον μια ενστικτώδη ροπή. Αλλά αν δεν ήξερες, τότε σταματούσαν όλες οι απαραίτητες λειτουργίες.
            Όχι όμως τώρα! Τώρα ροκ μουσική – και άλογα γεμάτα καβαλάρηδες – και σύννεφα χωρίς σκιές – και φρούτα με τη γεύση του  ουρανού – και τρίγωνες αναμνήσεις λευκών τρυγητών, που σκάβουν μέσα στο δέντρο για γρίφωνες και δελφινοκαρχαρίες.
            Κοφτερές ακτές κόκκινων θαλασσών με δόντια από πορσελάνη και μάτια ανεστραμμένα από την ηδονή – κόκκινες θρησκείες υπόγειων αγγέλων που συνομωτούν ενάντια στον τραγόμορφο αδερφό τους – τέλος, αφύσικες σήραγγες φτιαγμένες από γαλαζοπράσινο πούπουλο που προσκυνάνε το Ένα Αυγό.
            - Καιρό είχα να κυλήσω, λέει το Διάφανο Χέλι-Πρόβατο.
            - Κι εγώ, διαφωνεί το Αλμυρό Μπρίκι του Θεου.
            - Εσύ όμως αγαπάς ενώ εγώ όχι, διαμαρτυρήθηκε το Διάφανο.
Και τότε ακούστηκε η τεράστια φωνή του Δελφινοκαρχαρία που σταμάτησε το χτίσιμο του υποθαλάσσιου αχρώματου ιγκλού του για να θαυμάσει το λαμπυρίζοντα ωκεανό γαλήνης που ανοιγόταν μπροστά του.
-       Είσαι εργαλείο, είπα εγώ.
-       Είσαι εργαλείο, είπα πάλι εγώ.
-       Μα ρε Ρ. εσύ δεν είχες πεθάνει σε προηγούμενο επεισόδιο; Μαζί με όλο τον κόσμο;
-       Μα ρε συ, ο Ρ. δεν είχε πεθάνει σε προηγούμενο επεισόδιο; Μαζί με όλο τον κόσμο;
-       ΝΑΙ! Εκεί είναι το παράξενο.
Όλοι τότε ξάπλωσαν στο έδαφος και απόλαυσαν τον απαλό άνεμο που χάιδευε τα δέντρα και το δροσερό ρυάκι που κυλούσε γαλήνια στην κοίτη του. Πόσο αγαπούσε όλα τα πράγματα του κόσμου ο Ρ. Πόσο μεγάλη αξία έδινε στο κάθε τι. Μια πέτρα γι’ αυτόν ήταν αληθινό δώρο. Κυλούσε και κυλούσε γαλήνια στην κοίτη του κι αυτός, με κλειστά τα μάτια γεμάτα αγάπη, όνειρα και θερμά ζωντανά συναισθήματα να του ζεσταίνουν την καρδιά...
Σιλουέτες βιαστικές έκαναν το γύρο του δάσους ψάχνοντας για κάτι καινούργιο που να τους δώσει την αρχική τους ομορφιά και καλοσύνη. Μέχρι που ξέθαψαν τα ξίφι τους και πάλεψαν. Χύσαν το αίμα τους στη χλόη που κάτω από τα πόδια τους ρουφούσε τους ανέμους και τα ποτάμια για αιώνες. Η μάχη ήταν αναπόφευκτη. Τόσο αναπόφευκτη που για να την αντέξει ένας άνθρωπος έπρεπε απλά να φερθεί φυσιολογικά. «Απλά να φερθεί φυσιολογικά;». Αυτό ακριβώς, όσο δύσκολο κι αν ακούγεται!
Φύσημα αέρα έγινε γευστό και έσπασε την πρωτοκαθεδρία των Αλλόκοτων Γατών που κατοικούν στο νου και σου κάνουν τη ζωή δύσκολη.
-       Πέτα το ξίφος.
-       Το πέταξα.
-       Κοίτα δυνατά.
-       Όλα είναι τόσο εκτυφλωτικά θαμπά.
-       Δες μπροστά.
Και μπροστά τους ροζ, πράσινες και πορτοκαλί γραμμές κυλούσαν επιπλέοντας πάνω από τη γη στέλνοντας μηνύματα ηρεμίας, ειρήνης και ανάπαυσης στα κουρασμένα μυαλά των στρατιωτών της εμπροσθοφυλακής που πολέμησαν ενάντια στην οργή, την κούραση και τον πόλεμο που επιβλήθηκε από τους άλλους Εαυτούς.  
            Ειρήνη σε σας αδέρφια. Πολεμήσατε δειλά, μα πολεμήσατε.




Τρίτη 27 Ιανουαρίου 2015

ΕΥΑ*24#

ΕΥΑ*24#

Πράσινο ομιχλώδες αέριο σκαρφάλωνε τους ουρανοξύστες της πόλης, ενώ η ταχύτητα αναπαραγωγής της προσομοίωσης αυξανόταν αργά αλλά σταθερά. Ένα βήμα πλέον έπαιρνε μόλις τρία λεπτά για να ολοκληρωθεί. Πίσω από το νέφος διακρίνονταν αχνά μορφές προσώπων, φιγούρες αρχαίων θεών που παρατηρούσαν βλοσυρά τις εξελίξεις. Στροβιλίζονταν χαοτικά σε αργή κίνηση με αποτέλεσμα τα χαρακτηριστικά τους να διαλύονται σε μια άμορφη μάζα καπνού.
         Κάτω στην πόλη οι δρόμοι ήταν σχεδόν άδειοι, με κάποιες εξαιρέσεις υπνωτισμένων ατόμων που περιφέρονταν χωρίς προορισμό στις λεωφόρους σαν πνεύματα τη νύχτα της δευτέρας παρουσίας. Η πράσινη ομίχλη άρχισε να υποχωρεί δίνοντας τη θέση της σε αδύναμες αχτίδες φωτός. Βλέποντας την ομορφιά του αναγεννημένου τοπίου ήταν δύσκολο να πιστέψει κανείς πως όλα ήταν φτιαγμένα από κύματα και σημεία προγραμματισμένα να αντιδρούν κατάλληλα σε κάθε νέα συνθήκη. Το περιβάλλον ήταν ένας οργανισμός που προσαρμοζόταν στο περιεχόμενο του. Το σύστημα τρεφόταν από τις εντυπώσεις των ζωντανών συστατικών του.
         Η ΕΥΑ*24# ήταν το πιο συναισθηματικό ανδροειδές της πόλης. Δάκρυζε όποτε της το ζητούσες και μπορούσε ακόμα και να γελάσει αυθόρμητα με το νέο πρόγραμμα Στιγμιαίας Εκτίμησης Παραμέτρων. Έμενε στο κέντρο της πόλης, κάποτε μέρος γεμάτο ζωή και κίνηση, πλέον σιωπηλή αντανάκλαση που αρνείται να χαθεί. Μέσα στο διαμέρισμα ανοιγόκλεινε τη λάμπα κρατώντας τα μάτια ανοιχτά για όσο πιο πολύ μπορούσε. Ήθελε να αναπλάσει στα μάτια της την εικόνα ενός ονείρου που είχε δει το προηγούμενο βράδυ.
         Στο όνειρο έβλεπε πως περπατούσε πάνω σε πορφυρό φως στη μέση του κενού χώρου και γύρω απλωνόταν η άβυσσος. Ένα σύννεφο πού και πού εμφανιζόταν ακριβώς μπροστά της, υπήρχε όμως κάτι σε αυτό που το έκανε να μοιάζει τεχνητό. Ήταν σαν να τυπωνόταν απευθείας στον αμφιβληστροειδή χωρίς κάποιο οπτικό ερέθισμα. Αυτή την αίσθηση προσπαθούσε να ανασκευάσει κοιτώντας επίμονα τη λάμπα να αναβοσβήνει επαναληπτικά.
         Μόνο που μια φορά η λάμπα έσβησε και δεν ξανάνοιξε. Το δωμάτιο έσταξε σκοτάδι και η ΕΥΑ*24# ένιωσε το στομάχι της να κόβεται στη μέση από μια απειλητική συχνότητα στην ατμόσφαιρα. Πίσω από το σκοτάδι ακούστηκε η φωνή της Θεάς-Ερπετό, έστελνε μια πρόσκληση σε ένωση. Η ΕΥΑ*24# δεν ήξερε αν απευθυνόταν μόνο σε αυτή ή αν καλούσε τους πάντες σε όσμωση μαζί της. Ήταν μήπως μία από εκείνες τις περιπτώσεις για τις οποίες όλοι είχαν ακούσει αλλά κανείς δεν είχε ποτέ δει στην πραγματικότητα; Οι τελευταίες αυτές σκέψεις ήταν θολές και γρήγορα αντικαταστάθηκαν από ασυνάρτητες φράσεις όπως «σκυλί στα όρθια» και «μπλε φανάρι – αδύνατο σκαλοπάτι».
         Ξόδευε όλη της την ενέργεια προσπαθώντας να μαζέψει τη λογική της, να διορθώσει τα κυκλώματα της μητρικής και να στερεώσει την αισθητηριακή της αντίληψη στις τρεις χωρικές και χρονικές διαστάσεις. Η προσπάθεια κατέληγε στο αντίθετο αποτέλεσμα, η σκέψη της χανόταν στον ενδιάμεσο Γκρίζο Χώρο επιπλέοντας στο κενό σαν να ήταν κρεμασμένη από αόρατα σκοινιά σε κάθε κατεύθυνση του Κάπου. Αφέθηκε.
Το ταξίδι στο Ίδιο Σημείο ήταν πολύ μεγάλο ή τουλάχιστον έτσι της φάνηκε. Σιγά σιγά δημιουργήθηκε μια σήραγγα και πήρε διαστάσεις λογικής μέχρι που ήταν αρκετά λογική για να χωράς μέσα. Η ΕΥΑ*24# πέρασε τη σήραγγα και άλλαξε κόσμο (η τεχνολογία αυτή αργότερα έγινε γνωστή ως «Κοσμικός Πολυδιαστατικός Ανελκυστήρας (Κ.Π.Α.)».
Βρισκόταν σε ένα τεράστιο κήπο όπου όλα δούλευαν ρυθμικά και συνέθεταν μια αφηρημένη, ήρεμη εντύπωση σαν νοσταλγική ανάμνηση αλλά με μια δόση κινδύνου μέσα της. Η εικόνα ήταν γρατσουνισμένη, ο ήχος είχε λίγα παράσιτα. Το φως ήταν πολύ δυνατό, σχεδόν εκτυφλωτικό και όλα συνέχιζαν σε μια μεγάλη αντήχηση.
Ξαφνικά όλα ησύχασαν και άρχισαν να παίρνουν ένα σκούρο μπλε χρώμα. Η ΕΥΑ*24# έπεσε στα γόνατα νιώθοντας ένα ποτάμι δακρύων να κυλάει από τα μάτια στα μάγουλα, στο λαιμό, στο στήθος. Η βαρύτητα, έννοια ξεχασμένη από παλιά, έκανε την παρουσία της αισθητή ρίχνοντας τους ανθρώπους στο έδαφος, χύνοντας τα δάκρυα στο μάρμαρο. Δεν ήταν το πρόγραμμα Στιγμιαίας Εκτίμησης Παραμέτρων που προκαλούσε αυτό τον κατακλυσμό συναισθημάτων. Μια νέα αλήθεια στερεώθηκε στο οικοδόμημα της πραγματικότητας.

Η ΕΥΑ*24# δεν ήταν πια ανδροειδές.

Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2014

ΝΕΥΤΟΝΙΟΣ ΧΟΡΟΣ

ΝΕΥΤΟΝΙΟΣ ΧΟΡΟΣ

Παλμός. Μηχανικοί ρυθμοί ανάμεσα σε μεταλλικά τοιχώματα. Μια λεπτή κι αισθαντική γυναικεία φωνή αντηχούσε στο χώρο διαπερνώντας κυκλώματα και συνδέσεις. Τιτιβίσματα, θρόισμα φύλλων, τρεχούμενα νερά και κραυγές συμπλήρωναν το ηχητικό χαλί πίσω από την οπτική σύνθεση.
Σε ένα δωμάτιο περπάτησε ένα πλάσμα αμφισβητούμενης μορφής και πλησίασε την κεντρική κονσόλα. Ήταν γαλάζιο και ασημένιο, γυάλιζε και περπατούσε στα δύο. Πρώτα ρύθμισε δυο-τρεις μοχλούς. Στη συνέχεια άναψε μερικά λαμπάκια και έστειλε την εντολή στα Κεντρικά. Κλάσματα δευτερολέπτου μετά η οθόνη έγινε τετραδιάστατη. Το σχέδιο είχε εγκριθεί. Το πλάσμα πέρασε ανάμεσα από τις φαινομενικές αναπαραστάσεις της τέταρτης διάστασης και έχασε την εδώ ύλη του. Από αυτό το σημείο είναι μάλλον αδύνατο να περιγράψουμε τις εμπειρίες του (ξεκάθαρα λόγω έλλειψης γνώσεων).
Πίσω στον οικισμό η φυλή υπέφερε από την αγωνία της για την έκβαση των γεγονότων. Χωρίς προειδοποίηση, χωρίς καμία συσχέτιση με το Πριν ή το Μετά, πληγές έσκισαν τη γη και από αυτές αναδύθηκαν θείες οσμές λουλουδιών από ολόκληρο το Σύννεφο της Οόρτης. Κλαδιά τύλιξαν τα όντα και τρύπωσαν στα αυτιά τους σε ρυθμό σπείρας μέχρι να φτάσουν τον εσωτερικό φλοιό. Προεκτάθηκαν στους νευρώνες και μεταμόρφωσαν τα κύτταρα σε γιγάντια, σφαιρικά σαλιγκάρια.
Τα σφαιρικά σαλιγκάρια ήταν η πρώτη μορφή ζωής που σχηματίστηκε σε εκείνο το μέρος του Χώρου. Βασικό συστατικό της βιοσύνθεσής τους ήταν κάτι σαν τη ζάχαρη, μια πηγή ζωής που λατρευόταν σαν θεότητα από τους μονοκύτταρους οργανισμούς που ζούσαν εκεί. Και όπως ακριβώς συμβαίνει με κάθε κυρίαρχο είδος, μια μέρα εξαλείφθηκαν.

Όλα ακμάζουν και φθείρονται, ανθίζουν και σαπίζουν, γεννιούνται και πεθαίνουν και μετά πάλι απ΄ την αρχή. Στην πορεία το μόνο που κάνουν είναι να κινούνται με τρόπο ανούσιο, νευρικό, μονότονο. Αφελή και διασκεδαστικό. Γιορτάζοντας κάθε εκατοστό που διανύουν σαν μοναδική ευκαιρία παιχνιδιού στη μέση του Μεγάλου Σκοταδιού.


Δευτέρα 9 Ιουνίου 2014

ΓΕΓΟΝΟΣ



ΓΕΓΟΝΟΣ

Αγνώστου ταυτότητας πλεούμενα έφτασαν στο λιμάνι με τα φανάρια αναμμένα. Η θάλασσα πρασίνιζε ελαφρώς και το πλήθος στην αποβάθρα χαιρετούσε συγκινημένο. Είχε φτάσει λοιπόν. Η σωτηρία από τον πόνο τους, η Φρουρά της Φώτισης. Με χαρακτήρα απελευθερωτικό και θολά φώτα στο περίγραμμα αναλήφθηκε στους ουρανούς ο Εκλεκτός των Ανθρώπων, ο προστάτης του είδους.

Ζητωκραυγές εκκωφαντικής έντασης παραμόρφωσαν τη γαλήνη του τόπου. Κάποια στιγμή μάλιστα ένας κύριος πέθανε από την υπερβολική φασαρία. Ξαφνικά κεντρικό γεγονός είχε γίνει η νεκρική ακολουθία του κυρίου μέχρι το σημείο της ταφής του. Είχε άραγε κάτι κοινό ο κύριος αυτός, που παρεμπιπτόντως φορούσε γραβάτα πράσινου χρώματος, με τον Εκλεκτό; Ίσως κάποια προφητεία να ένωνε τις μοίρες τους.

Ο κήπος του νεκροταφείου είχε διάσπαρτα ανθρωποφάγα πολύχρωμα φυτά ανάμεσα στις ταφόπλακες-πυραμίδες. Σπάνια πέθαινε άνθρωπος σε εκείνη τη Γη. Ήταν μάλλον εξαίρεση στον κανόνα ή μπορεί απλά να μην είχαν τόση ισχύ εκεί οι Άρχοντες του Χάους; (Μια άλλη προσέγγιση είναι πως ο Θεός είναι Ένας, η ίδια η πραγματικότητα, κι εμείς απλά βλέπουμε κάποιες πτυχές του με άξονα τη δική μας υποκειμενικότητα.)

Ο Σχεδιαστής Κόσμων έφτιαχνε ένα καινούργιο μοντέλο που δε θα απαιτούσε να ζει και ο ίδιος μέσα στο σύστημα. Δε θα ήταν πανταχού παρών, σε κάθε σημείο του απείρου ταυτόχρονα και αιώνια. Είχε κουραστεί πια. Ο Νέος Κόσμος θα ήταν πιο ψυχρός, πιο ακίνδυνος, με λιγότερα ρίσκα κι ευθύνες.

Κλειστές και ανοιχτές Χορδές / Όργανα αναπαραγωγής / 0 και 1