Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2013

Η ΣΥΛΛΟΓΗ (ΜΕΡΟΣ Ά)



Η ΣΥΛΛΟΓΗ
(ΜΕΡΟΣ Ά)

Τι δένει τους ανθρώπους μεταξύ τους; Ο Α. είχε μια συλλογή από παράξενα έντομα και ζώα που είχε μαζέψει από τον δρόμο. Τα φυλούσε μέσα σε γυάλινα βάζα, μεγάλα και μικρά, ανάλογα με το μέγεθος του πλάσματος, τα οποία έκρυβε στο πίσω μέρος της αυλής του. Τις περισσότερες φορές τα έβρισκε νεκρά, μερικά όμως, εάν ήταν τυχερός, τα έβρισκε ζωντανά αλλά τραυματισμένα. Δεν θα τολμούσε ποτέ να αγγίξει ένα τέτοιο πλάσμα ενώ ήταν υγιές, η ιδέα του ανυπεράσπιστου τον τραβούσε παράξενα.
Τα πλάσματα έμεναν εκεί μέχρι να πεθάνουν και να σαπίσουν. Το θέαμα, αν και μακάβριο, δεν ενοχλούσε τον Α. Ίσα-ίσα που μερικές φορές το απολάμβανε κιόλας. Δεν έδειχνε τη συλλογή του ποτέ και σε κανένα. Ποτέ δεν θα τολμούσε να δείξει τη συλλογή του σε άλλο άτομο, σε καμία περίπτωση, ακόμα και αν είχε κάποιον να του δείξει. Η αλήθεια είναι όμως πως δεν είχε κανένα. Πόσο θα ήθελε να δείξει τη φανταστική συλλογή του σε κάποιον! Ήταν τόσο προσεγμένη και καλλιτεχνικά φτιαγμένη. Τόσο εντυπωσιακή…
Ο Α. θαύμαζε τη συλλογή του. Θαύμαζε το μικρούλι σκυλάκι, ήταν ίσα με την παλάμη του, μόνιμα μικρό εύθραυστο, δεν θα μεγάλωνε ποτέ. Πιο δίπλα βρισκόταν ένα άλλο παράδοξο της φύσης. Ήταν μία πεταλούδα, που όμως δεν είχε περάσει ολόκληρη τη φάση της εξέλιξης, ήταν σαν μία κάμπια με πολύχρωμα φτερά. Την είχε μαζέψει ένα φθινοπωρινό πρωινό από κάτι λάσπες, πεθαμένη, και αν δεν ήταν αυτός θα είχε σίγουρα πάει χαμένη, τόσο σπάνιο και αξιοπερίεργο.
Σίγουρα όμως ένα ήταν το αγαπημένο έκθεμα του Α. Δύσκολα ξεχώριζε ανάμεσα στα άλλα βάζα όμως μία προσεκτική ματιά θα φανέρωνε στον θεατή ένα πλάσμα που χαράζεται στην μνήμη σαν μία ανάμνηση μικρού παιδιού, χωρίς να μπορεί να πει με σιγουριά αν ήταν όνειρο ή πραγματικότητα. Ένα ζωάκι, όμοιο με αρουραίο, όχι όμως με συνηθισμένο αρουραίο. Είχε τρία πόδια μπροστά και κανένα πίσω, η ουρά του έμοιαζε παράταιρη, σαν από κάποιο άλλο ζώο, και τα δόντια του ήταν ίσα στο μέγεθος με το ίδιο, μυτερά και κίτρινα. Είχε γεμίσει το βάζο του με πρασινωπά υγρά που έτρεχαν από το στόμα του σαν σάλια. Ο Α. είχε καταβάλει τεράστιες προσπάθειες να το κρατήσει ζωντανό, έστω και σε εκείνη την αρρωστημένη κατάσταση. Του άρεσε πιο πολύ απ’ όλα, ήταν αταίριαστο ανάμεσα στα αταίριαστα, ώρες-ώρες του θύμιζε τον ίδιο του τον εαυτό, κρατημένο στη ζωή από την ίδια του την αθλιότητα. Είχε εμφανιστεί σε αυτόν σχεδόν μαγικά, ξαφνικά, κάτω από την πολυθρόνα της αυλής του. Έφερνε καχεκτικά την ύπαρξη του προς τα πόδια του Α., ίσως με την ελπίδα πως θα το πατήσει και θα τελειώσει την αλλόκοτη, μισητή ζωή του. Ο Α. όμως δεν θα μπορούσε να στερήσει από τη συλλογή του ένα τόσο ιδιαίτερο απόκτημα…
Και οι μέρες κυλούσαν, αργά και σκοτεινά, καθώς ο χειμώνας παρήλαυνε παγωμένος στα δρομάκια της μικρής πόλης. Και ο Α. έκρυβε την συλλογή του όσο το δυνατόν καλύτερα από την ανωμαλία της πόλης. Και η βροχή έπεφτε σαν κάθαρση, μόνο που κανένας δεν την πλησίαζε. Και το χώμα έγινε υγρό και παγωμένο. Τι δένει τους ανθρώπους μεταξύ τους;


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου