Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2013

ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ Ρ. (ΜΕΡΟΣ 2ο)



ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ Ρ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΟΙ ΛΟΦΟΙ ΤΩΝ ΓΕΡΟΝΤΩΝ
Το θέαμα που αντίκρισε ο Ρ. ήταν τουλάχιστον απροσδόκητο. Καθώς προχωρούσε το τοπίο άλλαζε, οι λόφοι υψώνονταν και χαμήλωναν, τα λουλούδια γίνονταν πότε σπείρες και πότε μαίανδροι. Τα χρώματα άλλαζαν συνεχώς, κυριαρχούσαν τα θερμά. Τα κτίρια στο βάθος παρ' όλα αυτά ήταν αφαιρετικά σχεδιασμένα και το σχήμα τους δεν ήταν καθορισμένο. Η εικόνα τους έτρεμε και τα όριά τους θόλωναν. Ο Ρ. σκέφτηκε πως το Χάος αυτό ήταν η οπτικοποίηση του Φάσματος της Πραγματικότητας όπως ήταν στ' αλήθεια. Ακαθόριστο και ασταθές.
Οι Γέροντες που κατοικούσαν αυτούς τους λόφους ήταν σοφοί. Μέσα στα ασαφώς υπάρχοντα κτίρια οι Γέροντες διάβαζαν, κοιμόντουσαν (ζώντας παράλληλα στα όνειρά τους), διαλογίζονταν και έβλεπαν οράματα σε μια έκσταση που προκαλούνταν από τους διάφορους μύκητες που έτρωγαν ωμούς. Δύο φορές το χρόνο στο κέντρο της περιοχής έκαιγαν τη γύρη που υπήρχε σε κάποια σπάνια λουλούδια. Τότε όλοι κρατιόντουσαν χέρι με χέρι σε κύκλο γύρω από το Μεγάλο Βράχο που υπήρχε από πάντα εκεί. Έτσι ταξίδευαν όλοι μαζί σε μια παράλληλη διάσταση, διαφορετική κάθε φορά, αλληλεπιδρώντας κανονικά ο ένας με τον άλλο και με τα όντα της διάστασης (αν υπήρχαν). Το ταξίδι διαρκούσε έως και μέρες. Αυτές οι τελετές διεύρυναν σημαντικά τις συνειδήσεις των Γερόντων, κάποιοι από τους οποίους είχαν σταματήσει το σώμα τους από το να γερνάει άλλο, αγνοώντας ουσιαστικά το φυσικό θάνατο. Όταν οι Γέροντες δεν εξασκούσαν τις πνευματικές τους ικανότητες και τις τεχνικές μεταφοράς ανάμεσα στα επίπεδα της Ύλης, του Χώρου και του Χρόνου, συζητούσαν και πολλές φορές αστειεύονταν γελώντας δυνατά.
Όταν ο Ρ. έφτασε μπροστά από την είσοδο του πρώτου κτιρίου που πλησίασε, η πόρτα άνοιξε πριν αυτός τη χτυπήσει και ένας μετρίου αναστήματος άντρας με ένα βαθύ μπλε μανδύα του απηύθυνε το λόγο.
"Τι ψάχνεις στα μέρη μας ξένε;" ρώτησε ο Γέροντας και ο Ρ. απάντησε:
"Θέλω να με εκπαιδεύσετε Γέροντες. Χρειάζομαι τη διδασκαλία σας για να ανακτήσω αυτά που έχω χάσει".
"Είσαι ο Ρ." είπε ο Γέροντας. "Μπορώ να μπω στο μυαλό σου Ρ. Είσαι τυχερός γιατί δε βλέπω μοχθηρούς σκοπούς μέσα σου. Θα ξεκινήσεις την εκπαίδευσή σου μαζί μου. Πρώτα όμως πρέπει να φας τους οργανισμούς που βρίσκονται ζωντανοί μέσα σε εκείνη την ξύλινη γαβάθα. Την ονομάζουμε το Μπολ του Σύμπαντος".
Ο Ρ. σάστισε κάπως. Χωρίς δεύτερη σκέψη όμως προχώρησε προς τη γαβάθα που βρισκόταν πάνω σε ένα ράφι στον τοίχο του πότε κυκλικού, πότε τετραγωνικού χώρου. Την έπιασε αλλά τότε άκουσε το δυνατό γέλιο του Γέροντα πίσω του.
"Αστειεύομαι φυσικά" εξήγησε ο Γέροντας. "Τίποτα τέτοιο δεν είναι χρήσιμο.
Εγώ θα σου μάθω τεχνικές για να προκαλείς το Φωτεινό Όνειρο. Δεν μπορείς να εξελιχθείς στον ξύπνιο σου αν δεν ελέγξεις τα όνειρά σου, και στο Φωτεινό Όνειρο όλα είναι εντελώς ζωντανά. Απλά οι δυνατότητές σου και οι πιθανές εκδοχές του περιβάλλοντα Χωροχρόνου ποικίλλουν. Θέλει αυτοσυγκέντρωση. Πιες αυτό το ρόφημα, λειτουργεί ευεργετικά για το Όνειρο. Κάτσε."
Ο Ρ. έπιασε το κύπελλο που του πρόσφερε ο Γέροντας, κάθισε σε ένα πολύχρωμο στρώμα στο πάτωμα, μύρισε το ευωδιαστό ποτό, γεύτηκε τη γλυκιά του ουσία και τελικά το ήπιε όλο. Σιγά σιγά το φως στα μάτια του έσβηνε, ο Γέροντας του ακούμπησε το μέτωπο και αυτός ξάπλωσε στο στρώμα. Έδωσε το άδειο κύπελλο στο Γέροντα και αφέθηκε στο ακατανίκητο κάλεσμα του μαγνήτη – Ύπνου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου