Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2013

ΑΝΤΙΛΗΨΗ



ΑΝΤΙΛΗΨΗ

Σπίτια από άμμo. Παράξενα όντα με μάσκες από ελεφαντοστό και κουκούλες στέκονται στις εισόδους και αποκεφαλίζουν όρνια. Στον μωβ ουρανό πετούν γλάροι και ένας παραμορφωμένος ήλιος μοιράζει άπλετα απόκοσμο φως. Εγώ, με μια πανέμορφη μουσική να ηχεί στα αυτιά μου, προχωρώ σκυφτός, με τα μάτια στις αλυσίδες στα χέρια μου. Προς τα μπροστά μου βλέπω τις Πύλες, γιγάντιες, γαλάζιες και πράσινες, όπως το πράσινο της θάλασσας. Πλησιάζω και το φως αυξάνεται. Οι Πύλες είναι κοράλλινες, ή από κάποιο υλικό από άλλο ίσως κόσμο. Ενώ έχω φτάσει σχεδόν στην είσοδο, η όραση μου χάνεται και η μουσική με αποσπά από κάθε άλλο ήχο. Νομίζω πως ανεβαίνω σκαλοπάτια, ή ίσως κατεβαίνω. Η αντίληψη μου για τον τόπο και το χρόνο είναι έτσι κι αλλιώς ασήμαντη.
Τα μάτια μου σιγά-σιγά καθαρίζουν και αντικρίζω μια μακρόστενη αίθουσα, στο ίδιο χρώμα με τις Πύλες που πριν λίγο πέρασα. Η σιωπηλή φρουρά μου με οδηγεί δέσμιο προς την άλλη πλευρά, ανάμεσα από δύο παράλληλες σειρές γονατισμένων προσκυνητών. Αυτοί φορούν ρόμπες κίτρινες και πορτοκαλί. Το κορμί μου μουδιάζει και νιώθω έναν ανεξήγητο πόνο στην καρδιά. Κάνω έντονες προσπάθειες να θυμηθώ πως έφτασα εδώ και για ποιο σκοπό, αλλά οι σκέψεις με θολώνουν ακόμα πιο πολύ. Το μούδιασμα με παραλύει, σέρνω το ένα μου πόδι και με δυσκολία περπατάω. Διακρίνω αμυδρά τον προορισμό μου. Θυμίζει βωμό από πέτρα, γκρίζα και πανάρχαια. Θα έπρεπε να ανησυχώ μήπως? Δεν έχει σημασία. Γύρω από αυτό που φαίνεται να είναι βωμός στέκονται γυμνοί, ερμαφρόδιτοι ιερείς. Κρατούν στα χέρια τους αντικείμενα που μοιάζουν να είναι φτιαγμένα από διαμάντι και χαλαζία και ακτινοβολούν ένα απροσδιόριστο χρώμα, σαν τα χρώματα που βλέπει κανείς αν τρίβει για πολύ ώρα τα μάτια του και δεν μπορεί να προσδιορίσει με ακρίβεια. Δεν είναι σπαθιά, πιο πολύ θυμίζουν σκήπτρα και στην άκρη τους είναι ρομβικά. Με καθησυχάζουν με νεύματα και μουρμουρητά. Δεν είναι ιερείς, είναι Απεσταλμένοι της Χαραυγής, μη με ρωτάτε πως το κατάλαβα. Ψέλνουν σε μια άγνωστη γλώσσα, εκκωφαντικά δυνατά. Χτυπούν τα σκήπτρα τους στο βωμό με δύναμη, πετάγονται σπίθες. Πρέπει να ξαπλώσω. Αν θέλω να περάσω στο επόμενο επίπεδο πρέπει να ξαπλώσω. Η ανησυχία μου, ο πόνος στην καρδιά, το μούδιασμα, όλα περνούν καθώς ξαπλώνω, τα σημάδια μου εξαφανίζονται. Εν τέλει είναι δικιά μου επιλογή, δικιά μου βούληση, είμαι ελεύθερος να πράξω αυτό που θέλω. Όλα σκοτεινιάζουν, ο ήχος για λίγο κοπάζει.
Η αναμονή δεν κρατά πολύ, τα μάτια μου ανοίγουν και ένα νέο τραγούδι ξεκινά, πραγματικά μεγαλειώδες. Νομίζω πως μπορώ να σηκωθώ. Το περιβάλλον γύρω μου είναι παρμένο από τη φαντασία μου, όταν ήμουν ακόμα παιδί. Γρασίδι, καταπράσινο γρασίδι, γαλάζιος ουρανός, αφύσικα μεγάλος ήλιος, ρυάκια. Από μια απροσδιόριστη πηγή νομίζω πως άκουσα βιολί. Με δυσκολία συγκρατώ τα δάκρυα μου. Καθρεφτίζομαι στα νερά, είμαι όμορφος. Είμαι άραγε μόνος μου σε αυτή τη Διάσταση? Μήπως είναι ο Παράδεισος? Πως αλλιώς θα το έλεγε κανείς? Με διακατέχει μια πλήρης αρμονία, φωνές αγγέλων με κατακλύζουν. Μα εγώ δεν πίστευα σ’ αυτά, ούτε τώρα πιστεύω. Δεν περπατάω καν πλέον, αιωρούμαι, ίσως είμαι νεκρός, ίσως όλο αυτό είναι μια μεταθανάτια εμπειρία. Ίσως βρίσκομαι στο τελευταίο δευτερόλεπτο πριν εγκαταλείψω τη ζωή και το μυαλό μου πλάθει έναν κόσμο επιμηκύνοντας το Χρόνο και να ζω αυτό που θεωρούσα υποσυνείδητα ιδανικό σαν τέλος. Μα τι λέω, η λογική δεν έχει θέση εδώ. Στον ορίζοντα εντοπίζω ένα ζευγάρι πράσινα μάτια, λέω να πάω προς τα εκεί. Με ευκολία και χωρίς απρόοπτα περνάω μια γεφυρούλα, πάνω από ένα κάπως βαθύ ποτάμι. Στην άλλη όχθη με περιμένει ένας σκύλος, τον χαϊδεύω και αυτός κυλιέται στο γρασίδι. Τρέχει προς τα μάτια, εγώ ακολουθώ.
Κάτι δεν πάει καλά? Χάνονται όλα, πετάω στο κενό, με περιβάλλει μια βροχή από αστέρια, είμαι μόνος πλέον. Δεν έχω σώμα, δεν έχω υλική υπόσταση, αισθάνομαι πως γίνομαι ένα με τη συμπαντική ύλη. Τρομάζω. Στροβιλίζομαι σε ροζ αύρες και μαύρα πετρώματα, το Είναι μου διαστέλλεται, διαλύομαι ολοκληρωτικά. Μνήμες υπάρχουν. Πώς? Δεν έχω εγκέφαλο, δεν έχω αισθήσεις, πώς τα αντιλαμβάνομαι όλα αυτά, γιατί έχω ακόμα συνείδηση? Κάτι με τραβά. SILENCE IN THE STUDIO! Γυρνάω πίσω με μεγάλη ταχύτητα. Τα ζω όλα όπως πριν. Δεν καταλαβαίνω πλέον. Να ‘μαι πάλι στο γρασίδι ξαπλωμένος, τώρα έχω σώμα. Δεν το θυμάμαι όμως, δεν είναι το ίδιο με πριν. (Πριν? Ποιος ορίζει το πριν και το μετά?). Τέλεια ολοκλήρωση, αγαλλίαση, ευτυχία και πληρότητα με αγκαλιάζουν, αναπνέω την πρώτη μου αναπνοή, η καρδιά μου χτυπά για πρώτη φορά. Υπάρχω…
Τι?

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου