Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2013

ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ Ρ. (ΜΕΡΟΣ 1ο)




ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ Ρ.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: Η ΜΟΡΦΗ ΚΑΙ Ο ΠΥΡΓΟΣ
Ο ουρανός είχε γίνει ροζ από το ήλιο που έδυε. Eίχαν ήδη φανεί τα δύο φεγγάρια του πλανήτη. Ο Ρ. προχωρούσε σκυφτός στο μονοπάτι φορώντας την βυσσινί κάπα του. Τα δέντρα γύρω ήταν καταπράσινα και το χώμα χρυσαφί.
Ο νους του Ρ. δεν μπορούσε να χωρέσει την ιδέα πως δεν είχε τίποτα πια. Τον απασχολούσε ιδιαίτερα το πώς θα μπορούσε να πάρει τα πράγματά του πίσω, την πανοπλία και τα όπλα του. Έφτασε μπροστά σε μια γέφυρα, κάτασπρη και γεμάτη περίεργα σύμβολα. Από κάτω κυλούσε το ρυάκι καταγάλανο, ψάρια κολυμπούσαν μέσα. Προχώρησε μα στη μέση της γέφυρας συνάντησε ξανά τη Μορφή.
Η Μορφή του είπε: «Ψάχνεις τον Άρχοντα των Χιλίων Σπαθιών;».
Ο Ρ. απάντησε «Αυτόν έψαχνα μέχρι που τα έχασα όλα. Τώρα πρέπει να τα ξαναβρώ».
«Ψάξε στους Λόφους των Γερόντων» είπε η Μορφή.
Ο Ρ. τότε έσκυψε πάλι το κεφάλι σκεπτικός και έκανε νόημα στη Μορφή να παραμερίσει. «Εκεί λοιπόν» είπε. Και συνέχισε να προχωράει βιαστικά στο μονοπάτι.
Ο Ρ. θυμόταν συνεχώς την προηγούμενη μέρα. Θυμήθηκε πως ξημέρωνε και ο Ρ. είχε περπατήσει όλη τη νύχτα όταν είδε κοντά έναν πύργο. Πλησίασε και χτύπησε την πύλη.
Λίγο μετά άνοιξαν την πόρτα δύο φρουροί και ρώτησαν: «Τι ψάχνεις;».
Αυτός τους απάντησε «Ξεκούραση και φαγητό».
Μια φωνή ακούστηκε από μέσα «Ας’ τον να μπει». Ο Ρ. μπήκε και ανέβηκε τις σκάλες. Βρέθηκε σε μια τεράστια σάλα με μια θεόρατη τραπεζαρία γεμάτη κόσμο, ευγενείς και νέα κορίτσια. Υπήρχε πολύ φαγητό και κρασί και κέφι. Βάρδοι έπαιζαν μουσική, οι πιο πιωμένοι χόρευαν και ερωτοτροπούσαν. Υπηρέτες του δείξανε να καθίσει και αυτός κάθισε σε μια καρέκλα κι έπειτα άρχισε να τρώει γρήγορα από ένα πιάτο και να γεμίζει το ποτήρι του κρασί.
Ώρες μετά ήταν χορτασμένος και ζαλισμένος από το ωραίο γλυκό κρασί. Μια νεαρή δεσποινίδα κάθισε δίπλα του, σε μια από τις πολλές καρέκλες που είχαν αδειάσει και του έδωσε το τσελέμι που περνούσαν οι υπόλοιποι ο ένας στον άλλο. Αυτός πήρε δύο καλές ρουφηξιές και χαλάρωσε πίσω στην καρέκλα. Στιγμές μετά σηκώθηκε και φίλησε την κοπέλα απρόοπτα. Εκείνη μετά την πρώτη έκπληξη τον πήρε αγκαλιά. Κατέληξαν σε ένα σκοτεινό δωμάτιο να κάνουν έρωτα με μουδιασμένο από τις ουσίες μυαλό. Τους πήρε ο ύπνος. Αυτός ξύπνησε πρώτος από κακό όνειρο. Σηκώθηκε, γρήγορα φόρεσε τα ρούχα του και βγήκε από το δωμάτιο. Συνειδητοποίησε με φρίκη πως έβγαινε από το δωμάτιο του Κύριου του Πύργου και εκεί που βρισκόταν η σάλα τώρα ήταν ένα σαλόνι γεμάτο κόσμο που τώρα τον κοιτούσαν. Από δεξιά ξεπρόβαλε ο Κύριος του Πύργου, ο οποίος διέταξε οργισμένος τους υπηρέτες του να κυνηγήσουν τον Ρ. Εκείνος έτρεξε με όλη του τη δύναμη προς την πόρτα πριν καν αυτοί ξεκινήσουν. Βάλθηκαν να τον κυνηγούν αλλά μάταια, κάποια στιγμή σταμάτησαν. Ο Ρ. αντιλήφθηκε πως είχε ξεχάσει τα πράγματά του, την πανοπλία και τα όπλα του στον Πύργο. Μετά περπάτησε στο μονοπάτι ενώ ο ήλιος έδυε.
Τώρα πια ο Ρ. είχε φτάσει στα όριο μεταξύ των δύο περιοχών, μπροστά του βρισκόταν ένα ύψωμα. Πήρε μια βαθιά ανάσα και πήδηξε από το ύψωμα, έπεσε στο χώμα. Τώρα πια βρισκόταν έξω από την εξουσία του Πύργου, στους Λόφους των Γερόντων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου