Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2013

Ο Τζον, το αμάξι και η Άλλη μεταξύ άλλων



Ο Τζον, το αμάξι και η Άλλη μεταξύ άλλων

Ο Τζον οδηγούσε το αμάξι του όταν είδε τη γυναίκα των ονείρων του να προχωρά ακριβώς μπροστά από το αμάξι με απίστευτο στήσιμο, απίστευτο στυλ, απίστευτη άποψη. Εντάξει, όχι, δεν ήταν η γυναίκα των ονείρων του. Αλλά ήταν αρκετά αξιόλογη για να της δώσει το αμάξι του να το οδηγήσει. Αυτή δέχτηκε. Κι όσο αυτή οδηγούσε με κατεύθυνση το δάσος, το οποιοδήποτε δάσος, αυτός έπαιζε με την κιθάρα του. Είχε πλάκα που δεν τον είχε γνωρίσει. Ήταν τόσο γνωστός. Μυστήριο, μήπως ήταν από άλλη χώρα? Αλλά έτσι πάλι δεν εξηγείται. Οδηγούσε και γελούσε.
Ήπιαν κρασί όταν έφτασαν στο δάσος και μετά του είπε να κοιμηθεί στο πίσω μέρος του αμαξιού. Ξύπνησε αυτός πρώτος και την ξύπνησε κι αυτή, όταν τα μάτια τους συναντήθηκαν ήξεραν και οι δύο ότι αυτή η ιστορία δεν θα οδηγούσε πουθενά, όμως ήθελαν να το απολαύσουν έτσι έμειναν άλλη μια μέρα στο δάσος με ελάχιστες προμήθειες. Το βράδυ κοιμήθηκαν μαζί και χάιδεψε το υπέροχο σώμα της, αυτό που του έδινε τη μεγαλύτερη χαρά ήταν ότι εκείνη, με τα μαύρα μακριά μαλλιά, τη μελαχρινή επιδερμίδα, τα λευκά δόντια και τα γαλάζια στο χρώμα εξωτικής θάλασσας μάτια, ήταν μαζί του χωρίς να γνωρίζει ποιος ήταν. Το επίθετο του δεν της έλεγε τίποτα, ούτε το ταλέντο, ούτε η παράνοια, ούτε τα παιδικά χρόνια, ούτε τα ναρκωτικά, ούτε τίποτα.
Γι’ αυτήν ήταν ένας άνθρωπος του Πουθενά. Με μια Λαστιχένια Ψυχή. Ήταν όσο τυφλός ήθελε να είναι. Ο κόσμος ήταν στις προσταγές του τώρα που ήταν ένας Κανένας στο Πουθενά, ζούσε για τον εαυτό του, όπως και αυτή. Η έμπνευση ήταν απίστευτη, θα μπορούσε να βγει σπουδαία δουλειά από αυτό. Το πρωί πάλι ξύπνησε πρώτος. Αλλά η απόφαση είχε ήδη παρθεί από τα όνειρα του, όνειρα από εκείνα που έχουν νόημα, που σε οδηγούν σε κάτι. Έτσι έφυγε, με τα πόδια, της άφησε το αμάξι. Σιγά, είχε τόσα. Πήρε το δρόμο μέχρι να βρει ωτοστόπ και μετά από είκοσι λεπτά κάποιος σταμάτησε. Μάλλον τον γνώρισε. Αλλά κι ο ίδιος τον γνώρισε.
Μέσα στο τζιπ βρισκόταν ένας σαραντάρης οδηγός με ξυρισμένο κεφάλι και κάπως γκρίζο μούσι. Στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου ήταν ο Ουίλσον, από τα παιδιά. Τα παιδιά τα πήγαιναν πάρα πολύ καλά και ο Τζον χαιρόταν για αυτούς, του άρεσε το στυλ τους, οι ιδέες τους. Οι πορείες τους ήταν παρόμοιες, απλά από άλλους κόσμους. Ο Ουίλσον άρχισε να τραγουδάει ένα τραγούδι. Ήταν λες και είχε γραφτεί για αυτά που συνέβησαν στο αμάξι του Τζον. Η προφορά εκείνης θύμιζε γαλλικά και θα μπορούσαν κάλλιστα να την λένε Μισέλ. Μισέλ θα λεγόταν το τραγούδι και θα είχε μέσα και γαλλικά. Ελεύθερος άνθρωπος η Μισέλ. Χωρίς τα συνηθισμένα κολλήματα. Μοναδική στάση προς τη ζωή.
Αντίθετα με την Άλλη. Την Άλλη με όλα τα πρόσωπά της, όλες τις ενσαρκώσεις της. Μαρτύριο, μυαλό σαν λαβύρινθος από τα βαθιά ριζωμένα συμπλέγματα και εμμονές. Μάλλον η Μισέλ έκανε απλά ένα πέρασμα από αυτή τη διάσταση.
Θα έλεγε την ιστορία του σε όλους, την ιστορία για το κορίτσι. Αλλά όσο και να ήξερε πόσο ανέφικτο ήταν να είναι μαζί δεν μπορούσε να μην νιώθει ξαφνικά ένα κενό. Ήταν από τις εμπειρίες που θυμάσαι και σε παρηγορούν όταν η ζωή σου φέρεται άσχημα, σε αποζημιώνουν κατά κάποιο τρόπο. Η μελωδία άρχισε να παίζει στο μυαλό του και ήταν σπουδαία. Που να πήγαινε τελικά η Μισέλ, σε ποια διάσταση? Θα έπαιρνε και το αμάξι μαζί? Το μυαλό του έπλαθε με ευκολία την εικόνα σαν να ήταν ζωντανή εκεί, μπροστά του.
Τον Ουίλσον τον είχαν συνεπάρει όλα αυτά, η ιστορία, τα συναισθήματα. Το τζιπάκι μύριζε περίεργα. Χόρτο? Καθόλου απίθανο. Ο γιος του οδηγού είχε τα μουσικά γούστα του πατέρα του. Ωραία είναι αυτά, και σε συνδυασμό με όλα αυτά που είχαν συμβεί η κατάσταση φάνταζε υπερβολικά καλή για τη δική του ζωή, ή μάλλον πολύ διαφορετική, ας μην είμαστε αχάριστοι.
Κάτι τέτοιο ήθελε πλήκτρα πάντως, με ιδιαίτερο ήχο. Ξαφνικά είδε ότι Αυτό έφευγε. Η ευφορία, η ευτυχία. Από δική του επιλογή κιόλας. Οι άνθρωποι είναι τόσο ασυνήθιστοι στην ευτυχία που τη φοβούνται όταν κρατάει πολύ. Ο Τζον όμως ήταν διαφορετικός, είπε στο Ουίλσον να σταματήσει, κατέβηκε και του είπε να περιμένει. Κατά βάθος στη Μισέλ το έλεγε. Ήταν καιρό μόνος, άσχετα με το τι φαινόταν με την πρώτη ματιά. Ήθελε να αγαπήσει τη Μισέλ, τη χρειαζόταν και θα της ξεκαθάριζε πριν τον πληγώσει να τον αφήσει, έτσι θα ήταν καλύτερα.
Εκείνη όμως θα έπρεπε να προσέχει. Δεν ήταν όλα τόσα ιδανικά, η δική του ζήλια έφταιγε ήδη για πολλά. Θα την έπνιγε αυτό και ο Τζον μέσα του ευχήθηκε να μην την έβρισκε, να κρυβόταν, να έτρεχε για τη ζωή της, να έβαζε το κεφάλι της στην άμμο. Αλλά μετά από την επόμενη δουλειά θα άλλαζε. Τουλάχιστον θα προσπαθούσε, άξιζε τον κόπο. Την είδε κι αυτή στην άκρη του δρόμου, με τα πόδια. Και η Μισέλ του χαμογέλασε.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου